Επενδύοντας στους ανθρώπους- Καλές πρακτικές από τράπεζες και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για την οικονομική ενσωμάτωση των μεταναστών και των προσφύγων

 Ιούνιος 2009

Το εγχειρίδιο αυτό γράφτηκε στα πλαίσια του διακρατικού προγράμματος ‘Invip – Investing in people’ το οποίο υλοποιήθηκε από τις ευρωπαϊκές μη κυβερνητικές οργανώσεις Cospe, Αντιγόνη, MPDL, Nùmena και Συμφιλίωση και συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή – Γενική Διεύθυνση Δικαιοσύνης, Ελευθερίας και Ασφάλειας μέσω του προγράμματος INTI (Ενσωμάτωση πολιτών τρίτων χωρών).

Την αποκλειστική ευθύνη για τα περιεχόμενα αυτού του εγχειριδίου φέρουν οι συγγραφείς και η Επιτροπή δε φέρει καμία ευθύνη για οιαδήποτε χρήση που μπορεί να γίνει των πληροφοριών που περιλαμβάνονται σε αυτό.

Κατάλογος συντελεστών / ομάδες εργασίας

COSPECooperazione per lo Sviluppo dei Paesi Emergenti, ΙΤΑΛΙΑ
(Συνεργασία για την Ανάπτυξη των Αναπτυσσόμενων Χωρών)

Camilla Bencini

Sara Cerretelli

Udo Clement Enwereuzor

 

Αντιγόνη – Κέντρο Πληροφόρησης & Τεκμηρίωσης για το Ρατσισμό, την Οικολογία, την Ειρήνη και τη Μη Βία, ΕΛΛΑΔΑ

Αντωνία Αναστασιάδου

Δημήτρης Παρσάνογλου

 

MPDLMovimiento por la Paz, el Desarme y la Libertad, ΙΣΠΑΝΙΑ
(Κίνηση για την Ειρήνη, τον Αφοπλισμό και την Ελευθερία)

Elena Andicoberry

Luís Cortes

Leonor del Pino

Antonio Gallardo

Enrique Sánchez

 

NUMENA – Centro de Investigação em Ciências Sociais e Humanas, ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ
(
Κέντρο Ερευνών για τις Κοινωνικές και Ανθρωπιστικές Επιστήμες)

Bruno Dias

Rahul Kumar

Tiago Ralha

Elisa Silva

 

ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ, ΚΥΠΡΟΣ

Κορίνα Δημητρίου

Νίκος Τριμικλινιώτης

 1.    Περίληψη

Αντλώντας από την υφιστάμενη βιβλιογραφία, από πηγές των μέσων μαζικής ενημέρωσης και από πρωτεύουσα έρευνα στις πρακτικές εμπλεκόμενων φορέων, η παρούσα έκδοση αποτυπώνει μια απόπειρα πλήρους χαρτογράφησης της σχέσης μεταξύ των μεταναστών και των τραπεζών / πιστωτικών ιδρυμάτων στις πέντε χώρες που συμμετέχουν στο διακρατικό πρόγραμμα – Κύπρος, Ελλάδα, Ιταλία, Πορτογαλία και Ισπανία.

Σε όλες τις χώρες που μελετήθηκαν, πλην μίας, λίγη ή και καθόλου προσοχή έχει αφιερωθεί έως τώρα στο ζήτημα της πρόσβασης και χρήσης των υπηρεσιών των τραπεζικών και πιστωτικών ιδρυμάτων από μετανάστες. Η μόνη εξαίρεση ανάμεσα στις πέντε χώρες είναι η Ιταλία η οποία, ξεκινώντας από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, έχει υλοποιήσει ένα συνεχώς αυξανόμενο αριθμό ερευνών στο θέμα, μολονότι σε τοπικό επίπεδο. Πιο σημαντικό, η Ιταλική Ένωση Τραπεζιτών συλλέγει, ταξινομεί και διανέμει στοιχεία αναφορικά με τη χρήση των τραπεζικών και πιστωτικών υπηρεσιών από τους μετανάστες.

Η μετανάστευση από τρίτες χώρες έχει αυξηθεί σημαντικά και στις πέντε χώρες κατά την τελευταία δεκαετία, με αποτέλεσμα να έχουν γίνει σχεδόν ή απόλυτα χώρες υποδοχής μεταναστών, έπειτα από δεκαετίες κατά τις οποίες λειτούργησαν ως χώρες αποστολής μεταναστών. Το ποσοστό των μεταναστών σε σχέση με τον εγχώριο πληθυσμό αυτών των χωρών διαφέρει, από το εντυπωσιακό 20% στην Κύπρο, στο 11,4% στην Ισπανία∙ από το 7,3% στην Ελλάδα, στο 5,6% στην Ιταλία και στο 3,3% στην Πορτογαλία.

Και στις πέντε χώρες, οι μετανάστες απασχολούνται κυρίως σε επαγγέλματα χαμηλής ειδίκευσης και αμοιβής. Η κατάσταση αυτή φαίνεται να είναι αποτέλεσμα πολιτικής και σπάνια ωθείται από τη ζήτηση. Σημαντική παρουσία μεταναστών χωρίς έγγραφα αναφέρεται και στις πέντε χώρες, ενώ επανειλημμένα προγράμματα νομιμοποίησης στην περίπτωση της Ιταλίας νομιμοποίησαν περίπου 1,2 εκατομμύρια μετανάστες μεταξύ 2002-2006. Σε κάποιες από τις πέντε χώρες, περιοριστικοί νόμοι για τη μετανάστευση που θεσπίστηκαν την τελευταία δεκαετία ως μέρος μιας γενικευμένης πολιτικής προσέγγισης σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης αποδείχθηκαν αναποτελεσματικοί για τον περιορισμό της άτυπης εισόδου στη χώρα από μετανάστες.

Σύμφωνα με τα ευρήματα, οι μετανάστες έχουν πρόσβαση σε κάποιες τραπεζικές και πιστωτικές υπηρεσίες, σε διαφορετικό βαθμό στην καθεμιά από τις πέντε χώρες, και υπόκεινται σε διαφορετικές ρυθμίσεις και περιορισμούς. Σε γενικές γραμμές, για σκοπούς ανοίγματος τρεχούμενων ή αποταμιευτικών λογαριασμών, απαιτείται η εκπλήρωση πρόσθετων προϋποθέσεων, σε σύγκριση με αυτές που απαιτούνται από τους πολίτες της χώρας. Κοινό χαρακτηριστικό και στις πέντε χώρες αποτελεί το γεγονός ότι ο μετανάστης πρέπει να διαμένει νόμιμα στη χώρα, αλλά η επίσημη απόδειξη της νόμιμης διαμονής διαφέρει. Σε τέσσερις από τις πέντε χώρες, απαραίτητη είναι η επίδειξη ενός νόμιμου εγγράφου άδειας παραμονής  προκειμένου να του επιτραπεί το άνοιγμα ενός τραπεζικού λογαριασμού. Μόνο σε μία χώρα ο μετανάστης μπορεί να ανοίξει τραπεζικό λογαριασμό επιδεικνύοντας κάποιο έγγραφο ταυτότητας, το οποίο μπορεί να είναι διεθνές διαβατήριο σε ισχύ, ταυτότητα που έχει εκδοθεί από το δημοτικό συμβούλιο, αριθμό φορολογικού μητρώου, άδεια παραμονής. Εκτός από το έγγραφο ταυτότητας/ άδεια παραμονής, τα δικαιολογητικά που απαιτούνται από τις τράπεζες περιλαμβάνουν σύμβαση εργασίας και/ή απόδειξη μισθοδοσίας, ελάχιστο ποσό αρχικής κατάθεσης, φορολογική δήλωση εισοδήματος, εγγύηση από πολίτη της χώρας που μπορεί να είναι πελάτης της τράπεζας ή όχι κτλ.

Διαφέρει επίσης και το περιεχόμενο των υπηρεσιών. Αυτό ισχύει κυρίως στις πιστωτικές υπηρεσίες, για τις οποίες απαιτούνται πρόσθετες εγγυήσεις από τους μετανάστες, ιδιαίτερα αν πρόκειται για επιχειρηματικά δάνεια.

Σε κάποιες χώρες, οι τράπεζες και τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν σχεδιάσει ειδικά προϊόντα για τους μετανάστες, υπό τη μορφή παραδοσιακών προϊόντων που συνοδεύονται από συμπληρωματικές υπηρεσίες που θεωρούνται ότι ανταποκρίνονται στις ιδιαίτερες ανάγκες των μεταναστών ή ότι αρμόζουν περισσότερο στην κοινωνικο-οικονομική τους κατάσταση. Όποια κι αν είναι η συγκεκριμένη μορφή αυτών των προϊόντων, όλα τείνουν να ελαχιστοποιούν το ρίσκο για τις τράπεζες, διευρύνοντας παράλληλα τη βάση της πελατείας τους στους κόλπους του μεταναστευτικού πληθυσμού. Πληροφορίες που συλλεχθήκαν από την έρευνα υποδεικνύουν ότι η ανταπόκριση των μεταναστών στην προσφορά αυτών των συγκεκριμένων προϊόντων διαφέρει από χώρα σε χώρα. Σε μία χώρα υπάρχει πολύ μικρή ζήτηση για τέτοια προϊόντα ενώ σε άλλη οι τράπεζες αναφέρουν πολύ θετική ανταπόκριση από την πελατεία-ομάδα στόχου. Μία υπηρεσία που προσελκύει το ενδιαφέρον των τραπεζών και για την οποία η ζήτηση είναι ψηλή ανάμεσα στους μετανάστες είναι η υπηρεσία των εμβασμάτων που χρησιμοποιείται για να στέλλουν χρήματα στις οικογένειες τους στις χώρες προέλευσης. Σε όλες τις χώρες που μελετήθηκαν, αυτή η συγκεκριμένη υπηρεσία φαίνεται ότι παρέχεται πιο αποτελεσματικά και πιο γρήγορα από έναν μικρό αριθμό εταιρειών που ειδικεύονται στη μεταφορά χρημάτων και οι οποίες κάνουν χρήση πολυάριθμων τοπικών πρακτόρων∙ στην Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ισπανία, μικρές επιχειρήσεις που ανήκουν σε μετανάστες συνιστούν ένα σημαντικό ποσοστό τέτοιων τοπικών πρακτόρων.

Τα σημερινά επίπεδα ενσωμάτωσης των μεταναστών στο τραπεζικό σύστημα αποκλείουν ακόμα ένα μεγάλο ποσοστό μεταναστών οι οποίοι δυνητικά πληρούν τις προϋποθέσεις πρόσβασης που ορίζονται από τις περισσότερες τράπεζες. Στοιχεία από την έρευνα δείχνουν ότι επιπλέον παράγοντες συντελούν στο να αποξενώνει από τις τράπεζες ένα σημαντικό κομμάτι αυτής της ομάδας μεταναστών. Τέτοιοι παράγοντες είναι η ελλιπής γνώση της γλώσσας της νέας χώρας διαμονής. Αυτό ισχύει για τους προσφάτως εγκατεστημένους στη χώρα για τους οποίους η ελλιπής γνώση της γλώσσας αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό μειονέκτημα στην εν γένει αλληλεπίδρασή τους με την κοινωνία υποδοχής.  Συναφές με αυτό είναι και η έλλειψη κατανόησης των συγκεκριμένων τραπεζικών πρακτικών και διαδικασιών, εξαιτίας της δυσκολίας στη χρήση των πληροφοριών που παρέχονται στις εθνικές γλώσσες, καθώς και της τεράστιας δυσκολίας που αντιμετωπίζει το προσωπικό των τραπεζών στο να παρέχει υπηρεσίες σε μια γλωσσικά διαφοροποιημένη πελατεία, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις ανθρώπων που μιλούν μη-ευρωπαϊκές γλώσσες.

Αυτές οι δυσκολίες εξηγούν κάποια από τα μέτρα ευρύτερης προσέγγισης που έχουν υιοθετήσει μερικές τράπεζες, τα οποία στοχεύουν στην προσέλκυση μεταναστευτικής πελατείας. Σε όλες σχεδόν τις χώρες που εμπλέκονται στην έρευνα, ένας αυξανόμενος αριθμός τραπεζών είτε έχει μεταφράσει υπάρχοντα πληροφοριακά φυλλάδια είτε παράγει ειδικό πληροφοριακό/διαφημιστικό υλικό στις γλώσσες κάποιων από τις μεγαλύτερες μεταναστευτικές ομάδες των περιοχών όπου δραστηριοποιούνται. Κάποιες τράπεζες δημιούργησαν πληροφορικά κέντρα με πολυμέσα προς διευκόλυνση αλλόγλωσσων πελατών με σχετικά χαμηλό κόστος. Άλλες πειραματίζονται προσλαμβάνοντας σε κάποια υποκαταστήματά τους πολύγλωσσο προσωπικό μεταναστευτικής προέλευσης, το οποίο είναι σε θέση να επικοινωνεί αποτελεσματικά με μετανάστες από τις μεγαλύτερες μεταναστευτικές κοινότητες των περιοχών όπου βρίσκονται τα υποκαταστήματα. Η έκθεση αναγνωρίζει μια σειρά τέτοιων μέτρων ως πιθανές καλές πρακτικές οι οποίες, αν υλοποιηθούν σε μεγάλη κλίμακα από περισσότερες τράπεζες, μπορούν να συμβάλουν εντυπωσιακά στην ενσωμάτωση πολύ περισσότερων μεταναστών στο χρηματοοικονομικό και τραπεζικό σύστημα.

 2.    Εισαγωγή: δομή του εγχειρίδιου 

Το εγχειρίδιο αυτό γράφτηκε στα πλαίσια ενός διακρατικού προγράμματος που χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή – Γενική Διεύθυνση Δικαιοσύνης, Ελευθερίας και Ασφάλειας, στα πλαίσια του προγράμματος INTI – Ενσωμάτωση πολιτών τρίτων χωρών. Βασίζεται σε υλικό και πληροφορίες που συλλέχθηκαν μέσω έρευνας που διεξήχθηκε σε κάθε μια από τις πέντε συμμετέχουσες χώρες -Κύπρος, Ελλάδα, Ιταλία, Πορτογαλία και Ισπανία- , κατά τη διάρκεια της περιόδου Νοέμβριος 2007-Απρίλιος 2009.

Είναι οργανωμένο σε έξι κεφάλαια. Στο πρώτο περιγράφεται η δομή, τα περιεχόμενα και οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν για τη συλλογή πληροφοριών και δεδομένων. Όλα τα κεφάλαια του εγχειρίδιου ακολουθούν μια περιγραφή ανά χώρα, παρουσιάζοντας ξεχωριστά για κάθε χώρα τις πληροφορίες που συλλέχθηκαν στο συγκεκριμένο θέμα που πραγματεύεται κάθε κεφάλαιο. Οι αναγνώστες θα δούνε ότι οι διαφορετικές ερμηνείες των συγγραφέων αναφορικά με τις προτεινόμενες θεματικές δεν ακολουθούν μία ομοιόμορφη δομή και περιγραφή. Αυτό λόγω μιας συμφωνίας που προηγήθηκε μεταξύ των μελών της διακρατικής ομάδας εργασίας να υιοθετήσουν μία ευέλικτη προσέγγιση προκειμένου να συλλάβουν τις διαφορετικές εμπειρίες στις συμμετέχουσες χώρες, εστιάζοντας σε ό,τι αναγνωρίζεται ως ιδιαιτέρως χρήσιμο στο κάθε εθνικό πλαίσιο.

Το κεφάλαιο δύο παρουσιάζει μία σύντομη περιγραφή της μετανάστευσης, καθώς και δημογραφικές πληροφορίες για τους μετανάστες σε κάθε χώρα. Το κεφάλαιο αυτό παρέχει πληροφορίες σχετικά με το υπάρχον πλαίσιο εντός του οποίου η βιωσιμότητα της διεύρυνσης της προσφοράς τραπεζικών υπηρεσιών σε μετανάστες μπορεί να εκτιμηθεί από τις ίδιες τις τράπεζες και άλλους εμπλεκόμενους φορείς των οποίων οι πολιτικές μπορούν να συνεισφέρουν στην περαιτέρω βελτίωση των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών στους μετανάστες. Αυτό συνοδεύεται στο κεφάλαιο τρία από μία επισκόπηση των υπαρχουσών τραπεζικών και πιστωτικών υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται από τους μετανάστες, καθώς και των όρων πρόσβασης σε αυτές τις υπηρεσίες. Στο κεφάλαιο τέσσερα, εστιάζουμε στα προβλήματα και τους περιορισμούς που αναδεικνύονται από την έρευνα σε ό,τι αφορά την πρόσβαση των μεταναστών στις τραπεζικές υπηρεσίες και στην παροχή αυτών των υπηρεσιών από την πλευρά των τραπεζών και των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Τα κεφάλαια πέντε και έξι -παραδείγματα καλών πρακτικών και συμπεράσματα και προτάσεις -, παρέχουν πληροφορίες αναφορικά με τα δυνατά σημεία που χαρακτηρίζουν την τρέχουσα κατάσταση και εφιστούν την προσοχή σε κάποια μέτρα πολιτικής, τα οποία έχουν τη δυνατότητα να συνεισφέρουν θετικά σε μια ισότιμη ενσωμάτωση των μεταναστών στα τραπεζικά και χρηματοπιστωτικά συστήματα σε κάθε χώρα.

Οι πληροφορίες που παρέχονται σε κάθε κεφάλαιο και για κάθε χώρα σε αυτό το εγχειρίδιο αντιπροσωπεύουν μία περίληψη των ευρύτερων διαπιστώσεων της έρευνας σε κάθε χώρα-εταίρο, ενώ μία πλήρης εικόνα της συγκεκριμένης κατάστασης σε κάθε χώρα μπορεί να αποκομιστεί μόνο μέσω της ανάγνωσης ολόκληρης της έρευνας που είναι διαθέσιμη σε κάθε εθνική γλώσσα στην ιστοσελίδα και των πέντε οργανώσεων[1]. Οι συντάκτες ελπίζουν ότι οι αναγνώστες χωρών διαφορετικών από αυτές που ερευνήθηκαν θα βρούνε επίσης κάποια από τα ζητήματα που θίχτηκαν ενδιαφέροντα και χρήσιμα προς διερεύνηση και στα δικά τους εθνικά πλαίσια και, κάνοντάς το αυτό, θα ενισχύσουν την προστιθέμενη αξία αυτού του προγράμματος σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

3.    Πλαίσια και μέθοδοι 

Κύπρος

Από την εποχή της ανεξαρτησίας από την βρετανική αποικιακή κυριαρχία το 1960, η πολιτική ένταση, οι εθνοτικές συγκρούσεις και οι εξωτερικές παρεμβάσεις κυριάρχησαν στην πολιτική σκηνή και μονοπώλησαν το δημόσιο ενδιαφέρον στην Κύπρο. Οι βίαιες συμπλοκές κατά τα χρόνια 1964-1974 ανάμεσα στις δύο συνταγματικά αναγνωρισμένες ‘κοινότητες’, την ‘Ελληνική’ και την ‘Τουρκική’, οι οποίες εκείνη την περίοδο αντιπροσώπευαν το 78% και το 18% του πληθυσμού αντίστοιχα, καθώς και οι ξένες στρατιωτικές παρεμβάσεις από την Ελλάδα και την Τουρκία το 1974 άφησαν πίσω τους πολλές εκατοντάδες νεκρούς και αγνοούμενους και την οικονομία ρημαγμένη. Η de facto διχοτόμηση του νησιού σε βόρειο και νότιο, η οποία ξεκίνησε το 1964 και σφραγίστηκε με την τουρκική εισβολή το 1974, κρατά το νησί διαιρεμένο μέχρι σήμερα, με τους Ελληνοκύπριους να διαμένουν στο νότιο τμήμα της χώρας και τους Τουρκοκύπριους στο βόρειο. Το 2003, το Τουρκοκυπριακό καθεστώς ήρε (μερικώς) την απαγόρευση στην ελευθερία διακίνησης, πράγμα που ουσιαστικά άνοιξε τα κλειστά σύνορα μεταξύ βορείου και νοτίου τμήματος, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα σε χιλιάδες ανθρώπους να περνούν από το βορρά στο νότο και αντίστροφα, σε καθημερινή βάση.

Την 1η Μαΐου 2004 η Κύπρος προσχώρησε στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως διαιρεμένη χώρα, έχοντας χάσει την ευκαιρία να επιλύσει το διάρκειας 50 χρόνων πρόβλημά της στη βάση του σχεδίου λύσης του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο απορρίφθηκε από τους Ελληνοκύπριους σε δημοψήφισμα που έγινε λίγες μόλις μέρες πριν την προσχώρηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η έρευνα διεξήχθη μόνο στις περιοχές που ελέγχονται από την Κυπριακή Δημκρατία, όπου νόμιμα κατοικούν 138.000 μη-Κύπριοι (εκτιμάται ότι κατοικούν ακόμα 30.000 άτυποι μετανάστες που αποτελούνται κυρίως από άτομα που παραμένουν στην Κύπρο παράνομα μετά τη λήξη της άδειας παραμονής τους), αριθμός που συνιστά το 20% περίπου του πληθυσμού. Οι περισσότεροι μετανάστες απασχολούνται σε οικιακές εργασίες, στον τομέα των υπηρεσιών (τουρισμός, εμπόριο), στη μεταποιητική βιομηχανία, στη γεωργία και τις κατασκευές, σε χαμηλά αμειβόμενες και χαμηλού κύρους εργασίες.

Ιστορικά η Κύπρος υπήρξε χώρα αποστολής, εξάγοντας μετανάστες σε πλουσιότερες χώρες. Η αλλαγή πολιτικής το 1990 μετέτρεψε την Κύπρο από χώρα αποστολής σε χώρα προορισμού μεταναστών. Έκτοτε, η Κύπρος έχει γίνει μία κατεξοχήν χώρα- «προθάλαμος εισόδου»  στην Ευρωπαϊκή Ένωση και συχνά λειτουργεί ως «χώρος αναμονής» για πολλούς μετανάστες που έχουν ως προορισμό τις Βορειοευρωπαϊκές χώρες. Εκτός από την ανάγκη κάλυψης της έλλειψης εργατικού δυναμικού που δημιουργήθηκε από τη ραγδαία ανάπτυξη κατά τη δεκαετία του 1980, υπήρχαν περιφερειακοί και διεθνείς λόγοι που συνετέλεσαν στις μεταναστευτικές ροές προς την Κύπρο. Από την μία πλευρά, οικονομικές εξελίξεις όπως η παγκόσμια ανάπτυξη του τουρισμού οδήγησε στην οικονομική ανάπτυξη η οποία αύξησε τη ζήτηση εργατικού δυναμικού στην Κύπρο. Από την άλλη πλευρά, πολιτικές εξελίξεις όπως η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης είχε ως αποτέλεσμα τη μετανάστευση εργατικού δυναμικού από τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, αλλά ακόμη και τη μετανάστευση ενός μεγάλου αριθμού Ελλήνων Ποντίων από την περιοχή του Καυκάσου, οι οποίοι απέκτησαν την ελληνική ιθαγένεια και μπορούσαν έτσι να μεταναστεύσουν στην Κύπρο με ελάχιστες διατυπώσεις. Επιπλέον, ο πόλεμος του Κόλπου, διαδοχικές κρίσεις στην περιοχή του Κόλπου, αναταραχές σε Ισραήλ/Παλαιστίνη, πόλεμοι και επακόλουθη βία στο Ιράκ, καθώς και η φτώχεια και οι πολιτικές αναταραχές στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική έχουν προκαλέσει την εισροή στην Κύπρο τόσο οικονομικών όσο και πολιτικών προσφύγων από τις πληγείσες περιοχές.

Πριν την προσχώρησή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Κύπρος ήταν η μόνη χώρα που επέτρεπε στους Ρώσους πολίτες να εισέρχονται χωρίς βίζα, σε μια προσπάθεια να προσελκύσει επιχειρηματικές δραστηριότητες, τουρίστες και περιζήτητα κεφάλαια. Αυτή η πολιτική είχε ως αποτέλεσμα τη μετανάστευση αρκετών χιλιάδων Ρώσων στην Κύπρο και την ίδρυση υπεράκτιων επιχειρήσεων (offshore businesses), ρωσικών σχολείων και ρωσικών εκκλησιών. Μετά την προσχώρησή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Κύπρος αναγκάστηκε να υιοθετήσει πιο περιοριστικές πολιτικές αναφορικά με την παραχώρηση δικαιωμάτων εισόδου σε Ρώσους επισκέπτες. Ωστόσο, πολλοί από τους μετανάστες που ήρθαν στην Κύπρο τη δεκαετία του 1990, έχουν εγκατασταθεί εδώ με προσωρινή άδεια παραμονής η οποία ανανεώνεται ετησίως. Συνθέτουν μία ευδιάκριτη κατηγορία πολιτών τρίτης χώρας, καθώς ο προσωπικός τους πλούτος και οι επιχειρησιακές τους δομές τυγχάνουν μεγαλύτερης προσοχής και, άρα, λαμβάνουν πιο στοχευμένες υπηρεσίες από τις τράπεζες της Κύπρου, από ότι οι οικονομικοί μετανάστες των οποίων ο τζίρος αποτελεί ένα μικρό ποσοστό εκείνου των Ρώσων επιχειρηματιών (των οποίων ο τζίρος είναι συχνά αρκετά εκατομμύρια δολάρια το χρόνο).

Οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν στην έρευνά ήταν έρευνα της υφιστάμενης γνώσης, δομημένες συνεντεύξεις με 95 μετανάστες, 2 εστιασμένες ομάδες και συνεντεύξεις με 5 χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Οι συνεντευξιαζόμενοι μετανάστες επιλέχτηκαν τυχαία από μέρη της Λευκωσίας και της Λεμεσού όπου συχνάζουν μετανάστες: από τα γραφεία μη κυβερνητικής οργάνωσης που προσφέρει στήριξη και βοήθεια στους μετανάστες, στις ανοιχτές αγορές όπου οι μετανάστες συχνά δουλεύουν και όπου κάποιοι έχουν επίσης δικά τους καταστήματα και τα δημοτικά πάρκα όπου περνάνε τις Κυριακές τους. Επιπλέον, σε μια προσπάθεια ελαχιστοποίησης του ρίσκου της μη πλήρους πρόσληψης των απόψεων των μεταναστών λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης, φαινόμενο που συναντήσαμε όταν παίρναμε συνέντευξη από άγνωστους μας μετανάστες στο δρόμο, μερικές συνεντεύξεις διεξήχθησαν έπειτα από ραντεβού με μετανάστες τούς οποίους οι ερευνητές γνώριζαν προσωπικά. Οι δύο εστιασμένες ομάδες πραγματοποιήθηκαν στη Λευκωσία. Πιο αναλυτικά, η παράθεση των συνεντεύξεων, των συμβουλευτικών διαδικασιών και των εστιασμένων ομάδων έχει ως εξής: (α) 75 υπήκοοι τρίτων χωρών (45 άνδρες και 30 γυναίκες) οι οποίοι εργάζονται ως μισθωτοί με προσωρινή βίζα (καταγεγραμμένοι και μη)∙ (β) 20 Πόντιοι[2] και υπήκοοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης∙ (γ) 2 εστιασμένες ομάδες με 6 συμμετέχοντες στην πρώτη και 8 στη δεύτερη∙ (δ) 8 μετανάστες επιχειρηματίες∙ (ε) 6 δημόσιους οργανισμούς, εργατικά συνδικάτα και μη κυβερνητικές οργανώσεις[3] και (στ) 6 στελέχη από 5 διαφορετικά πιστωτικά ιδρύματα (τράπεζες, συνεταιρισμούς και διεθνείς εταιρίες μεταφοράς χρημάτων[4]). Δύο στελέχη από την ίδια τράπεζα πήραν μέρος σε συνέντευξη, καθώς ο δεύτερος ήταν διατεθειμένος να αποκαλύψει περισσότερες πληροφορίες από ότι ο πρώτος σχετικά τις πρακτικές των τραπεζών.

Μία συνάντηση των ενδιαφερομένων φορέων έλαβε χώρα στη Λευκωσία όπου προσκλήθηκαν να συμμετάσχουν όλες οι τράπεζες, μαζί με εκπροσώπους από οργανώσεις μεταναστών, έναν εκπρόσωπο από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR), έναν εκπρόσωπο από το Δήμο Λευκωσίας και εκπρόσωποι από μη κυβερνητικές οργανώσεις που στηρίζουν μετανάστες. Κανένας εκπρόσωπος από τις τράπεζες δεν προσήλθε στη συνάντηση. Η δικαιολογία που έδωσαν στους οργανωτές όλες ουσιαστικά οι τράπεζες ήταν το φορτωμένο πρόγραμμά τους λόγω της διεθνούς οικονομικής κρίσης. Περαιτέρω διερευνητικές επαφές από την πλευρά των οργανωτών σε μια προσπάθεια πραγματοποίησης μιας δεύτερης συνάντησης των ενδιαφερομένων μερών κατέληξαν στο ίδιο συμπέρασμα, ότι δηλαδή οι τράπεζες αυτήν τη στιγμή εξακολουθούν να είναι απρόθυμες/να μην είναι σε θέση να συμμετάσχουν.

Ελλάδα

Το πρώτο εύρημα της έρευνάς μας ήταν η έλλειψη πληροφοριών – επίσημων και/ή ακαδημαϊκών – αναφορικά με την οικονομική ενσωμάτωση των μεταναστών εν γένει και, πιο συγκεκριμένα, τις σχέσεις ανάμεσα στους μετανάστες και τις τράπεζες και τα πιστωτικά ιδρύματα. Παρά τη σημασία των οικονομικών παραγόντων στην απόφαση πολλών να μεταναστεύσουν, η οικονομική ενσωμάτωση των μεταναστών παραμένει ανεξερεύνητη και ανεπαρκώς ανεπτυγμένη. Στα πλαίσια της υπάρχουσας βιβλιογραφίας σχετικά με την ενσωμάτωση των μεταναστών, οι κοινωνικο-πολιτισμικές πτυχές κυριαρχούν έναντι των κοινωνικο-οικονομικών. Το οικονομικό ζήτημα το οποίο συγκεντρώνει αυξανόμενη προσοχή από τους ερευνητές στην Ελλάδα και από κάποιους διεθνείς οργανισμούς που μελετούν τη μετανάστευση είναι αυτό που σχετίζεται με την αποστολή εμβασμάτων.[5]

Η έρευνα που διεξήχθη κατά τη διάρκεια αυτού του προγράμματος συνδύασε διαφορετικά στοιχεία και μεθόδους. Δεδομένης της έλλειψης επίσημων πηγών ή την αδυναμία πρόσβασης σε έρευνες αγοράς που έχουν διεξαχθεί από ορισμένες τράπεζες, αναγκαστήκαμε να εξάγουμε στοιχεία από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, τα οποία αποτελούν την κύρια πηγή όπου παρέχονται πληροφορίες για τους μετανάστες και τις τράπεζες.

Το κυριότερο εργαλείο προκειμένου να συλλεχθούν πληροφορίες για μια γενική χαρτογράφηση της κατάστασης ήταν η εμπειρική έρευνα. Οι προσωπικές συνεντεύξεις προτιμήθηκαν μεθοδολογικά έναντι της ταχυδρομικής αποστολής ερωτηματολογίων λόγω των χαμηλών ποσοστών επιστροφών που έχει παρατηρηθεί σε τέτοιου τύπου έρευνες. Παρόλα αυτά, 22 ερωτηματολόγια στάλθηκαν σε διάφορους παράγοντες μέσω ταχυδρομείου, εκ των οποίων μόνο δύο ανταποκρίθηκαν. Συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν με τράπεζες και πιστωτικά ιδρύματα, κάποια δημόσια ιδρύματα που παρέχουν οικονομικές υπηρεσίες και μετανάστες. Οι συνεντεύξεις διεξήχθησαν με τη χρήση ενός ερωτηματολογίου που βασίστηκε σε ένα γενικό περίγραμμα, το οποίο δημιουργήθηκε στα πλαίσια του διακρατικού προγράμματος και το οποίο προσαρμόστηκε στις ιδιαίτερες εθνικές συνθήκες της κάθε χώρας-εταίρου. Στην Ελλάδα έλαβε κυρίως τη μορφή ημι-κατευθυνόμενης ανοιχτής συζήτησης, ιδιαίτερα στην περίπτωση των μεταναστών. Αυτή δεν ήταν μόνο μια μεθοδολογική επιλογή, με άλλα λόγια, η προτίμηση της ερευνητικής ομάδας για μια ποιοτική μάλλον παρά ποσοτική έρευνα, αλλά υπαγορεύτηκε επίσης από τις στάσεις των προσώπων που έδωσαν συνέντευξη. Δίνοντας ένα ενδεικτικό παράδειγμα, πρέπει να αναφέρουμε ότι οι ερωτώμενοι, είτε επρόκειτο για μετανάστες είτε για εκπροσώπους τραπεζών και δημόσιων ιδρυμάτων, δεν ήταν πρόθυμοι να προσφέρουν συγκεκριμένες πληροφορίες για οικονομικά θέματα που διερευνούνταν (εισόδημα, ποσό δανείων, αποστολή εμβασμάτων κτλ.)

Το δείγμα των μεταναστών συνεντευξιαζόμενων επιλέχθηκε με τη χρήση επίσημων δεδομένων (κυρίως της Απογραφής του 2001 η οποία είναι η πιο ενδελεχής και ακριβής) του μεταναστευτικού πληθυσμού, και λαμβάνοντας υπόψη μεταβλητές όπως η εθνικότητα, το φύλο και το επάγγελμα. Η «μέθοδος της χιονοστιβάδας» (snowball sampling) χρησιμοποιήθηκε για την εύρεση των συνεντευξιαζόμενων (ανάμεσά τους και μέλη μεταναστευτικών συλλόγων), οι οποίοι οδηγούσαν έπειτα σε άλλους συνεντευξιαζόμενους που πληρούσαν τις ανάγκες της δειγματοληψίας.

Ένα πρόσθετο εργαλείο που χρησιμοποιήθηκε στην έρευνα ήταν οι συνεντεύξεις σε εστιασμένες ομάδες (focus group interviews) με μεταναστευτικούς συλλόγους, και πιο συγκεκριμένα με τρεις: το KASAPI-HELLAS (Ένωση Φιλιπιννέζων Μεταναστών), όπου συμμετείχαν 9 άτομα, το Ελληνικό Φόρουμ Μεταναστών -μία οργάνωση-ομπρέλα αποτελούμενη από περισσότερους από 40 συλλόγους και κοινότητες μεταναστών[6] -, όπου συμμετείχαν 17 άτομα, και την Ένωση Αφρικανών Γυναικών[7], με 6 συμμετέχοντες.

Συνολικά, 77 μετανάστες έδωσαν συνέντευξη, εκ των οποίων οι 11 ήταν επιχειρηματίες. Οι μισοί από αυτούς που έδωσαν συνέντευξη ήταν γυναίκες, αν και οι γυναίκες αριθμούν το 45% του μεταναστευτικού πληθυσμού στη χώρα. Αυτό λόγω του υψηλού δείκτη συμμετοχής γυναικών από κάποιες εθνικότητες, όπως αυτών από τις Φιλιππίνες και από πρώην σοβιετικές χώρες, αλλά και εξαιτίας της απόφασης να διερευνηθεί η διάσταση του φύλου στα υπό μελέτη θέματα.

Η κατανομή των συνεντευξιαζόμενων ανά εθνικότητα/ γεωπολιτική περιοχή έχει ως εξής:

  • 27 Αλβανοί, εκ των οποίων 9 ήταν γυναίκες (7 επιχειρηματίες, 2 υπεργολάβοι στις κατασκευές, 2 κάτοχοι περίπτερου, 1 ιδιοκτήτης ψιλικατζίδικου, 1 ελεύθερος επαγγελματίας λογιστής, και 1 ανεξάρτητος σύμβουλος σε θέματα μετανάστευσης)∙
  • 18 μετανάστες από χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, εκ των οποίων 13 ήταν γυναίκες (6 από την Ουκρανία, 5 από τη Ρωσία, 4 από τη Γεωργία και 3 από τη Μολδαβία)∙
  • 10 από τις Φιλιππίνες, εκ των οποίων ο ένας μόνο ήταν άνδρας και μια επιχειρηματίας (ασφαλιστική εταιρία)∙
  • 9 από την περιοχή της υποσαχάριας Αφρικής, εκ των οποίων οι 6 ήταν γυναίκες (3 από τη Νιγηρία, 2 από τη Σιέρρα Λεόνε, 2 από την Κένυα, 1 από την Τανζανία και 1 από την Ουγκάντα), ένας επιχειρηματίας (ιδιοκτήτης κομμωτηρίου)∙
  • 8 Πακιστανοί άνδρες, δύο επιχειρηματίες (ένας ιδιοκτήτης βίντεο-κλαμπ και ένας ιδιοκτήτης εστιατορίου)∙
  • 5 Αιγύπτιοι άνδρες.

Πάρθηκαν ακόμα συνεντεύξεις από 11 εκπροσώπους τραπεζών∙ επτά από αυτές λειτουργούν σε εθνικό επίπεδο, δύο είναι τοπικές συνεταιριστικές τράπεζες στην επαρχία και δύο είναι ξένες (αλβανική και ρωσική) που λειτουργούν στην Αθήνα και την Θεσσαλονίκη. Πρέπει να επαναλάβουμε ότι, σε αρκετές περιπτώσεις, οι τράπεζες ήταν απρόθυμες να μιλήσουν στους ερευνητές μας και, όταν το έκαναν, ήταν απρόθυμες να παρέχουν οποιαδήποτε στοιχεία αναφορικά με τους μετανάστες πελάτες τους και τις έρευνες αγοράς που έχουν διεξάγει.

Ακόμα, πάρθηκαν συνεντεύξεις από εκπροσώπους πέντε δημόσιων οργανισμών, οι οποίοι παρέχουν ή εποπτεύουν χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες[8]. Και στις δύο περιπτώσεις, των τραπεζών και των δημόσιων οργανισμών, οι πληροφορίες που συλλέχθηκαν από τις συνεντεύξεις συμπληρώθηκαν από διαθέσιμες στο κοινό πληροφορίες για τις προσφερόμενες υπηρεσίες.

Τέλος, να προσθέσουμε ότι τα εθνικά εργαστήρια που οργανώθηκαν κατά τη διάρκεια αυτού του προγράμματος αποτέλεσαν όχι μόνο εξαιρετικές ευκαιρίες για ανταλλαγή εμπειριών και ιδεών μεταξύ των διαφορετικών ενδιαφερομένων μερών, αλλά επίσης πραγματικές πηγές για συνδυασμό γνώσεων αναφορικά με τα υπάρχοντα προβλήματα και τις καλές πρακτικές.

Ιταλία

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δέκα χρόνων, ενδείξεις της αυξανόμενης οικονομικής ενσωμάτωσης των μεταναστών στην Ιταλία έχουν εντείνει το ενδιαφέρον των μελετητών, των αναπτυξιακών υπηρεσιών, των μέσων μαζικής ενημέρωσης καθώς και των τραπεζών, αναφορικά με την πρόσβαση των μεταναστών στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, καθώς και τις επιπτώσεις της πρόσβασης αυτής στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Τα παρακάτω αποτελούν κάποια θέματα κλειδιά που αντλήθηκαν έπειτα από επισκόπηση ερευνών και/ή εκθέσεων προγραμμάτων που έχουν έως τώρα διεξαχθεί πάνω στο θέμα.

Ένας αυξανόμενος αριθμών μεταναστών έχει τακτική πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα. Ειδικότερα, η έκθεση του 2005 της ABI / CESPI εκτιμούσε ότι το 57,3% των 2.100.000 ενηλίκων μεταναστών που ζούσαν εκείνη την περίοδο στην Ιταλία ήταν ήδη τραπεζικοί πελάτες[9]. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, τον Ιανουάριο του 2008, υπήρχαν 1,4 εκατομμύρια μετανάστες που ήταν πελάτες τραπεζών σε όλη τη χώρα[10]. Αυτό σημαίνει ότι ο αριθμός των μεταναστών που ήταν τραπεζικοί πελάτες είχε μετακινηθεί από τους 1.058.000 στα τέλη του 2005 στους 1.410.000 στα τέλη του 2007, μία αύξηση της τάξης των 352.000 ατόμων, η οποία είναι αρκετά πάνω από την αύξηση του μεταναστευτικού πληθυσμού κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου.

Οι χρηματοπιστωτικές ανάγκες των μεταναστών γίνονται προοδευτικά όλο και πιο σύνθετες, από βασικές ανάγκες αποταμίευσης και τρεχούμενων λογαριασμών μέχρι ζήτηση για πιστώσεις και δάνεια. Το 2004, το συνολικό ποσό των πιστώσεων που χορηγήθηκαν σε μετανάστες (υπό τη μορφή στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων) ανέρχονταν στα 4.848 εκατομμύρια ευρώ, πέντε φορές περισσότερο από ό,τι το 2000. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης εκείνη την περίοδο ήταν +51,6% με ανώτατη επίδοση το +79,3% το 2001. Από το 2004 και μετά, ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης σταθεροποιήθηκε γύρω στο 40%[11].

Μία τοπική έρευνα που διεξήχθη το 2003 διαπίστωσε ότι το 17% των εξεταζόμενων μεταναστών (μέσος όρος σε ένα συγκεντρωτικό δείγμα σε εθνικό επίπεδο) είχαν υποβάλει αίτηση για τραπεζικό δάνειο, με σημαντικές διακυμάνσεις ανάμεσα στις νότιες και κεντρικές περιοχές (2% των αιτούντων στη Νάπολη και 11% στη Ρώμη) και σε αυτές του Βορρά (29% στο Μιλάνο)[12]. Μία παρόμοια έρευνα που διεξήχθη στην πόλη της Ρώμης και του Μιλάνου κατέγραψε περίπου 24% αιτούντων για δάνεια και στις δύο πόλεις[13]. Ένα αυξανόμενο ποσοστό μεταναστών υπογράφει συμβόλαια στεγαστικών δανείων με τράπεζες: μεταξύ 2000 και 2004, το ποσοστό μετακινήθηκε από 0,4 σε 1,2% και, μέχρι τα τέλη της ίδιας περιόδου, 4,3% του μεταναστευτικού πληθυσμού που ζούσε στην Ιταλία είχε αποκτήσει στεγαστικό δάνειο. Ωστόσο, το 2004, το συνολικό ποσό που χορηγήθηκε σε στεγαστικά δάνεια στους μετανάστες εγείρονταν στο 5,8% των συνολικών δανείων που χορηγήθηκαν από το τραπεζικό σύστημα σε όλους τους πελάτες, Ιταλούς και μετανάστες, εκείνη τη χρονιά[14]. Μία άλλη έρευνα το 2005 διαπίστωσε ότι το 11% των ερωτηθέντων μεταναστών είχαν αποκτήσει στεγαστικό δάνειο στο παρελθόν, ενώ το 18% δεν είχε, αλλά είχε σχέδια να κάνει σχετική αίτηση στο μέλλον[15].

Ο σκοπός της έρευνας ήταν να συλλέξει πληροφορίες από τη μια πλευρά για τις τραπεζικές και πιστωτικές υπηρεσίες που είχαν δοθεί στον εγκατεστημένο πληθυσμό και να εντοπίσει τις ανάγκες και τις δυσκολίες πρόσβασης σε αυτές τις υπηρεσίες από τους μετανάστες και τους πρόσφυγες ενώ, από την άλλη, να συλλέξει πληροφορίες σχετικά με τους περιορισμούς των τραπεζών στο να προσφέρουν καλύτερες υπηρεσίες στις εν λόγω ομάδες. Εκτός αυτού, στόχευε και στην απόκτηση καλύτερης γνώσης γύρω από τις τρέχουσες πρακτικές, από τις οποίες θα μπορούσαν να αναδειχθούν καλές πρακτικές στον τομέα σε σχέση με την ισότιμη πρόσβαση των μεταναστών στις τραπεζικές και τις άλλες πιστωτικές υπηρεσίες. Η αποκτηθείσα λοιπόν γνώση θα μπορούσε να αποβεί χρήσιμη στην προώθηση καλύτερης οικονομικής και χρηματοοικονομικής ενσωμάτωσης των μεταναστών εκ μέρους των διαφόρων θεσμικών παραγόντων.

Η έρευνα διεξήχθη σε 6 περιφέρειες (Emilia Romagna, Lazio, Lombardia, Puglia, Toscana, Veneto), ακολουθώντας μια προκαταρκτική επισκόπηση της υπάρχουσας βιβλιογραφίας. Σε τρεις περιοχές – Lombardia, Veneto και Lazio -, η επισκόπηση έδειξε ότι είχε ήδη διεξαχθεί κάποια ποσοτική έρευνα σχετικά με την πρόσβαση των μεταναστών σε βασικές τραπεζικές υπηρεσίες[16], ενώ σε άλλες τρεις περιοχές – Toscana, Emilia Romagna και Puglia -, υπήρχε παντελής έλλειψη γνώσης αναφορικά με τη χρήση των τραπεζικών και πιστωτικών υπηρεσιών από τους μετανάστες. Ως αποτέλεσμα, αποφασίστηκε να διαφοροποιηθεί η έρευνα σε αυτές τις περιοχές, με τη διερεύνηση ειδικότερων πλευρών του ζητήματος σε κάποιες περιοχές ενώ σε κάποιες άλλες όχι, σε σχέση με τις υπάρχουσες πληροφορίες, τα ζητήματα που έπρεπε να εξεταστούν, καθώς και τις διαθέσιμες πηγές.

Στις περιοχές όπου είχε γίνει πρωτύτερα κάποια έρευνα, η έρευνα στόχευσε στο να αποκτήσει πληροφορίες σχετικά με τη λιγότερο ευνοϊκή διακριτική μεταχείριση των τραπεζών μεταξύ μεταναστών και Ιταλών στις καθημερινές τους λειτουργίες, τα χαρακτηριστικά της ζήτησης τραπεζικών υπηρεσιών / προϊόντων σχεδιασμένων ειδικά για μετανάστες, την πρόσβαση σε στεγαστικά και επιχειρηματικά δάνεια από τους μετανάστες, με ιδιαίτερη έμφαση στη διάσταση του φύλου. Στις τρεις περιοχές όπου έλειπαν βασικές γνώσεις γύρω από τις σχέσεων των μεταναστών με τις τράπεζες, η έρευνα εστίασε σε ποσοτικές πληροφορίες αναφορικά με την πρόσβαση των μεταναστών σε τραπεζικές και πιστωτικές υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων και των διαστάσεων που περιγράφηκαν ανωτέρω. Και στις έξι περιοχές, αναλύθηκαν τα χαρακτηριστικά και η αποτελεσματικότητα των ληφθέντων από τα ιδρύματα μέτρων που αποσκοπούσαν στη διευκόλυνση της ενσωμάτωσης των μεταναστών στο χρηματοοικονομικό και τραπεζικό σύστημα.

Στην Toscana, την Emilia Romagna και την Puglia, ένας συνολικός αριθμός 674 μεταναστών ερωτήθηκαν με τη χρήση δομημένων ερωτηματολογίων, ενώ στις άλλες τρεις περιοχές – Lombardia, Veneto και Lazio – διεξήχθησαν 81 ποιοτικές συνεντεύξεις επιχειρηματιών μεταναστών (51) και μεταναστών που είχαν υποβάλει αίτηση για στεγαστικό δάνειο (30). Περίπου το 43,5% των ερωτηθέντων ήταν γυναίκες. Όσον αφορά στις τράπεζες, διεξήχθησαν 30 ποιοτικές συνεντεύξεις με εκπροσώπους μεγάλων εθνικών, περιφερειακών και τοπικών τραπεζών και οι πληροφορίες που αποκομίστηκαν από τις συνεντεύξεις συμπληρώθηκαν με μια ανάλυση πληροφοριών που διατίθονταν στο κοινό σε σχέση με τις υπηρεσίες που προσφέρονταν στους μετανάστες από αυτές τις ίδιες τράπεζες. Η απόφαση να παρθεί συνέντευξη από κάποιους διευθυντές τοπικών υποκαταστημάτων αποσκοπούσε στην απόκτηση πληροφοριών αναφορικά με τις καθημερινές πρακτικές μέσα σε αυτές τις τράπεζες, σε σύγκριση με την επίσημη τοποθέτηση που περιγράφονταν σε έγγραφα πολιτικής. Εκτός αυτού, ερωτήθηκαν 18 άλλοι σχετικοί ενδιαφερόμενοι – 6 δημόσιοι οργανισμοί και 12 επαγγελματικοί σύλλογοι.

Τρεις συζητήσεις με εστιασμένες ομάδες οργανώθηκαν: οι δύο έλαβαν χώρα στη Φλωρεντία και η πρώτη διερεύνησε το γενικό ζήτημα της πρόσβαση των μεταναστών σε τραπεζικές και πιστωτικές υπηρεσίες, ενώ η δεύτερη εστίασε περισσότερο στα επιχειρηματικά δάνεια και η τρίτη και τελευταία που έλαβε χώρα στη Βερόνα (βορειο-ανατολικά της χώρας) επικεντρώθηκε περισσότερο στην πρόσβαση των μεταναστών σε στεγαστικά δάνεια. Και οι τρεις ενέπλεξαν εκπροσώπους από τράπεζες, κάποιους μετανάστες, μη κυβερνητικές οργανώσεις και εκπροσώπους ορισμένων οργανισμών και επαγγελματικών συλλόγων.

Πορτογαλία

Αν ο οικονομικός αποκλεισμός «αναφέρεται σε μια διαδικασία κατά την οποία οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην πρόσβαση και/ή χρήση χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και προϊόντων στην κύρια/ επίσημη αγορά που είναι κατάλληλα για τις ανάγκες τους και τούς επιτρέπουν να διάγουν μία φυσιολογική ζωή μέσα στην κοινωνία στην οποία ανήκουν»[17] τότε, στην Πορτογαλία, οι μετανάστες ανήκουν σε μία ομάδα η οποία είναι περισσότερο εκτεθειμένη στον οικονομικό αποκλεισμό από ό,τι το υπόλοιπο του πληθυσμού εν γένει. Αυτή η ευάλωτη κατάσταση απορρέει πρωτίστως από την υποδεέστερη θέση την οποία κατέχει μία σημαντική μερίδα μεταναστών στην πορτογαλική αγορά εργασίας, όπου κατέχουν εργασίες χαμηλής ειδίκευσης, με πενιχρές απολαβές και άκρως επισφαλείς σχέσεις με τον εργοδότη, καθώς και υψηλό κίνδυνο ανεργίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη χαμηλή ικανότητα αποταμίευσης χρημάτων. Ωστόσο, πολλοί μετανάστες αντιμετωπίζουν άλλα σοβαρά προβλήματα εκτός από τη δυσχερή οικονομική τους κατάσταση, εκ των οποίων κυρίως την έλλειψη νόμιμων εγγράφων παραμονής στην Πορτογαλία.

Σε αυτό πρέπει να προστεθεί ότι η έρευνα που διεξήχθη για αυτήν την έκθεση έλαβε εν μέρει χώρα σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης, με μια μείωση του εύρους των χορηγούμενων από τις τράπεζες πιστώσεων στον πληθυσμό εν γένει, εκ των οποίων, οι πρώτοι που ένιωσαν τις συνέπειες ήταν εκείνοι οι πελάτες που συνδέονταν με υψηλά ρίσκα, και αυτή είναι η περίπτωση πολλών μεταναστών.

Η μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε για την συλλογή στοιχείων για αυτήν την έρευνα μπορεί να διαιρεθεί σε δύο μέρη: έρευνα γραφείου και έρευνα πεδίου. Οι υπάρχουσες πληροφορίες σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα της πρόσβασης των μεταναστών σε τραπεζικές υπηρεσίες στην Πορτογαλία είναι λιγοστές. Παρόλο που η βιβλιογραφία γύρω από τους μετανάστες στην Πορτογαλία έχει αναπτυχθεί εντυπωσιακά κατά τα τελευταία έξι χρόνια στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών, η πρόσβαση στις τράπεζες και σε άλλες χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες δεν έχει προκαλέσει μεγάλη προσοχή στους ερευνητές. Σε αυτό το πλαίσιο, συμβουλευτήκαμε άλλα εθνικά έγγραφα τα οποία, είτε εστίαζαν στη λειτουργία των τραπεζών είτε στην οικονομική κατάσταση των μεταναστών, ή σε άλλες διαστάσεις του οικονομικού αποκλεισμού. Συνεπώς, σε εθνικό επίπεδο, οι εκθέσεις που έχουν εκπονηθεί από την Banco de Portugal [Τράπεζα της Πορτογαλίας] ήταν πολύ σημαντικές για την κατανόηση της λειτουργίας της ευρύτερης χρηματοοικονομικής αγοράς. Πραγματοποιήθηκε επίσης μία προσεκτική ανάγνωση της υπάρχουσας εθνικής νομοθεσίας, καθώς και των εσωτερικών κανονισμών της χρηματοοικονομικής αγοράς, προκειμένου να κατανοηθούν οι περιορισμοί που θέτουν τα ιδρύματα και τους οποίους αντιμετωπίζει ο μεταναστευτικός πληθυσμός, καθώς και οι δυνατότητες και οι άμυνες που χρησιμοποιούνται. Άλλη μία σημαντική πηγή ήταν η τεκμηρίωση που μας προσφέρθηκε από τα ίδια τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, καθώς και οι διαθέσιμες πληροφορίες στις ιστοσελίδες τους. Αυτό υπήρξε ιδιαιτέρως χρήσιμο στο έργο της χαρτογράφησης της υπάρχουσας προσφοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, αν και μέρος των πληροφοριών αυτών παρήχθη για σκοπούς προώθησης και δημοσιότητας.

Σημαντικές ως προς τη οριοθέτηση του προβλήματος και την παροχή ορισμών και εννοιών όπου και η δική μας έρευνα βρήκε κάποια σημεία στήριξης ήταν οι διεθνείς ερευνητικές εκθέσεις. Επιπλέον, οι εκθέσεις που εστίαζαν σε εθνικά πλαίσια διαφορετικά από αυτό της Πορτογαλίας ήταν μεγάλης χρησιμότητας, προσφέροντας σημεία για σύγκριση και εστιάζοντας την προσοχή μας σε σημαντικές πλευρές και αποτελώντας, έτσι, σημαντικές ενδείξεις για την έρευνα.

Η έρευνα πεδίου, με τη σειρά της, αποτελούνταν από μία σειρά συνεντεύξεων με άτομα που ανήκαν στην κύρια ομάδα ενδιαφερομένων. Η μεγαλύτερη ομάδα συνεντεύξεων διεξήχθη με μη-Ευρωπαίους μετανάστες που ζούσαν στην Πορτογαλία. Ένα σύνολο 72 συνεντεύξεων διεξήχθησαν με τη χρήση ενός ερωτηματολογίου που συνίστατο κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, σε κλειστές ερωτήσεις. Αυτό το ερωτηματολόγιο σχεδιάστηκε με ανοιχτή διάθεση, προκειμένου να συγκεντρωθούν όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες, μαρτυρίες και εμπειρίες τις οποίες οι μετανάστες θα ήταν διατεθειμένοι να μοιραστούν με τους ερευνητές. Δεν επρόκειτο για μία έρευνα βασισμένη σε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα, καθώς αυτού του είδους η προσέγγιση δεν ήταν δυνατόν να γίνει για αυτό το πρόγραμμα, εξαιτίας περιορισμένων διαθέσιμων πόρων. Η στρατηγική που υιοθετήθηκε αφορούσε στη σύλληψη τής όσο το δυνατόν μεγαλύτερης ποικιλίας εμπειριών που θα μπορούσαμε να έχουμε, μέσω της διαφοροποίησης των σημείων επισκόπησης, ούτως ώστε να συλλάβουμε μια όσο το δυνατόν ευρύτερη εικόνα της πρόσβασης των μεταναστών στη χρήση των τραπεζικών υπηρεσιών. Αυτό μας επέτρεψε, μεταξύ άλλων, να συμπεριλάβουμε στην έρευνα τόσο επίσημους (με άδεια διαμονής), όσο και ανεπίσημους (χωρίς άδεια διαμονής) μετανάστες.

Σχετικά με τους υπόλοιπους ενδιαφερόμενους, οι συνεντεύξεις ήταν ημι-κατευθυνόμενες. Στοχεύσαμε στο να αποκτήσουμε ένα περιεκτικό πορτραίτο της προσφοράς των χρηματοπιστωτικών προϊόντων που είναι διαθέσιμα στους μετανάστες από τους πιο σημαντικούς παρόχους χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Έχοντας αυτό κατά νου, προσπαθήσαμε να πάρουμε συνέντευξη από όσες περισσότερες τράπεζες ήταν δυνατόν (σχεδόν όλες οι τράπεζες στην Πορτογαλία λειτουργούν σε εθνικό επίπεδο), ζητώντας τους τις περισσότερες δυνατές διαθέσιμες πληροφορίες. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, είχαμε τη συνεργασία τους, αλλά υπήρχαν κάποιες εξαιρέσεις που δυστυχώς ήταν και σημαντικές, όπως η Montepio Geral, η Santander Totta, η Banif, η Banco do Brasil και, κυρίως, η Caixa Geral de Depósitos, η μεγαλύτερη πορτογαλική τράπεζα (που ανήκει στο κράτος). Αν οι τράπεζες γενικά συνεργάστηκαν στην έρευνά μας, δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο για τους πιστωτικούς οργανισμούς, κυρίως για αυτούς που αφορούν στην καταναλωτική πίστη. Παρά τα επίμονα αιτήματά μας, κανένας από αυτούς δεν δέχθηκε να μας παραχωρήσει συνέντευξη για την έρευνα.

Σχετικά με τις δημόσιες αρχές, θεωρήσαμε πολύ σημαντικό να καταγράψουμε τις απόψεις των κύριων ρυθμιστικών και συντονιστικών οργανισμών του χρηματοοικονομικού τομέα στην Πορτογαλία, την Banco de Portugal [Τράπεζα της Πορτογαλίας], καθώς και την κύρια κρατική υπηρεσία που σχετίζεται με την ενσωμάτωση των μεταναστών, την AltoComissariado para a Imigração e Diálogo Intercultural [Ανώτατη Επιτροπή για τη Μετανάστευση και τον Διαπολιτισμικό Διάλογο]. Σε ό,τι αφορά οργανώσεις που υπερασπίζονται τα δικαιώματα των μεταναστών, πήραμε συνέντευξη από το μεγαλύτερο σύλλογο στην Πορτογαλία σε αυτό τον τομέα, την Solidariedade Imigrante, ο οποίος δουλεύει με μετανάστες κάθε προέλευσης, καθώς και από δύο άλλους συλλόγους που σχετίζονται με τα ανθρώπινα δικαιώματα, την SOS Racismo και την Olho Vivo.

Τέλος, οργανώθηκαν τρία εθνικά εργαστήρια, με τη συμμετοχή όλων των σχετικών ενδιαφερομένων μερών για την προώθηση του διαλόγου και την ανταλλαγή απόψεων, προκειμένου να αποκομίσουμε μια σε βάθος κατανόηση σχετικά με τη λειτουργία των προς διερεύνηση ζητημάτων.

Ισπανία

Τα τελευταία χρόνια, η μετανάστευση έχει αποτελέσει ένα από τα κοινωνικά ζητήματα που προκαλούν μεγάλο ενδιαφέρον, ανησυχία και δημόσια συζήτηση στην Ισπανία. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, από τα μέσα του 1990, η Ισπανία έχει αποτελέσει έναν σημαντικό προορισμό για τους μετανάστες που έρχονται κυρίως από τη Βόρεια Αφρική, την Νότια και Κεντρική Αμερική και την Ανατολική Ευρώπη. Η ένταση, η συνέχιση και η επιμονή αυτών των μεταναστευτικών ροών αυξάνονται χρόνο με το χρόνο, καθιστώντας την Ισπανία μία από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τα υψηλότερα ποσοστά αύξησης του μεταναστευτικού πληθυσμού.

Ο αριθμός των αλλοδαπών στην Ισπανία έχει εννεαπλασιαστεί, περνώντας από περίπου 500.000 το 1998 σε περισσότερους από 4,5 εκατομμύρια ανθρώπους τον Ιανουάριο του 2007. Σε όρους ποσοστών, έχει αυξηθεί από 1,5% του πληθυσμού το 1998 σε 10% περίπου στις αρχές του 2007.

Το 1998, περίπου οι μισοί αλλοδαποί στην Ισπανία προέρχονταν από ανεπτυγμένες χώρες. Επρόκειτο κυρίως για Ευρωπαίους, οι οποίοι είχαν επιλέξει να μένουν στην Ισπανία είτε για εκπαιδευτικούς λόγους είτε για εργασία ή έπειτα από τη συνταξιοδότησή τους. Οι Αφρικανοί, προερχόμενοι κυρίως από το Μαρόκο, ήταν η επόμενη ομάδα που κατέφτασε. Η σημαντικότητα αυτών των δύο ομάδων σε αριθμητικούς όρους μειώθηκε κατά την περίοδο των υψηλότερων μεταναστευτικών ροών (2000-2007). Αντικαταστάθηκαν από μετανάστες που προέρχονταν από τις χώρες των Άνδεων και, έπειτα, από ανθρώπους από την Ανατολική Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο. Η μαζική άφιξη αυτών των τελευταίων ομάδων έχει χαρακτηρίσει τα τελευταία δύο με τρία χρόνια την Ισπανία. Κατά τη διάρκεια της παραπάνω περιόδου, η πιο σταθερή ομάδα παρέμεινε αυτή των μεταναστών από την Λατινική Αμερική.

Ένα σημαντικό τμήμα του μεταναστευτικού πληθυσμού που εργάζεται στην Ισπανία είναι συγκεντρωμένο στις χαμηλότερες βαθμίδες της κοινωνικής και οικονομικής κλίμακας. Δύο στους πέντε μετανάστες κάνουν χειρωνακτικές εργασίες που απαιτούν λίγες ή καθόλου δεξιότητες και για τις οποίες εργασίες δε χρειάζεται κανένα προσόν. Πέραν αυτού, ένας στους πέντε αλλοδαπούς που δουλεύει στην Ισπανία κάνει μια χειρωνακτική εργασία που απαιτεί ένα κάποιο επίπεδο προσόντων. Από τα προηγούμενα έπεται ότι ένας στους δύο μετανάστες που δουλεύει στην Ισπανία ασχολείται με κάποιον τύπο χειρωνακτικής εργασίας. Από την άλλη πλευρά της κοινωνικής και εργασιακής κλίμακας, συναντούμε το 14% του μεταναστευτικού πληθυσμού που αποτελείται από στελέχη και επαγγελματίες με υψηλά επαγγελματικά προσόντα. Αυτό το σχετικά υψηλό ποσοστό αποτελείται κυρίως από μετανάστες που προέρχονται από ανεπτυγμένες χώρες.[18]

Ο όγκος των εμβασμάτων που αποστέλλονται από μετανάστες προς τις χώρες καταγωγής τους προσφέρει μία διαφορετική προοπτική της σχέσης ανάμεσα σε αυτούς και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ισπανίας, μεταξύ του 2000 και του 2006, τα εμβάσματα που στέλνονταν από την Ισπανία αυξάνονταν ετησίως κατά 30%, άρα αυξάνονταν με έναν ρυθμό περίπου πέντε φορές μεγαλύτερο από το ρυθμό της ετήσιας μεταναστευτικής ροής. Το 2006, 6.806,7 εκατομμύρια ευρώ στάλθηκαν από μετανάστες από την Ισπανία στις χώρες καταγωγής τους, τα οποία ανέρχονταν σε μια αύξηση κατά 30% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Τα εμβάσματα που στάλθηκαν από τον Ιανουάριο ως το Νοέμβριο του 2007 ανέρχονταν σε 7.437,00 εκατομμύρια ευρώ, περίπου 22% περισσότερο από τα 6.100 εκατομμύρια ευρώ που στάλθηκαν κατά την ίδια περίοδο του 2006. Από το 2004, τα εμβάσματα από τους μετανάστες της Ισπανίας σε άλλες χώρες υπερέβησαν τα εμβάσματα των Ισπανών πολιτών που ζούσαν στο εξωτερικό (κυρίως στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες). Κατά συνέπεια, οι εκθέσεις της Τράπεζας της Ισπανίας επισημαίνουν ότι η Ισπανία ανήκει στους κύριους αποστολείς εμβασμάτων στον κόσμο και ιδιαίτερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε σε αυτήν την έρευνα συνίστατο σε συνεντεύξεις σε τρεις διαφορετικές περιοχές της Ισπανίας όπου η παρουσία μεταναστών είναι σημαντική και κοινωνικά ορατή: στη Μαδρίτη, τη Βαλένθια και τη Σεβίλλη. Σε αυτές τις τρεις πόλεις, οι ερωτηθέντες επιλέχθηκαν τυχαία ανάμεσα σε αυτούς τους μετανάστες που επισκέφτηκαν τα γραφεία μας για νομικές συμβουλές και στήριξη. Μία δεύτερη ομάδα επιλέχθηκε από αυτούς τους μετανάστες που συμμετείχαν στα εθνικά εργαστήρια που διεξήχθησαν στις τρεις πόλεις, ως μέρος των δραστηριοτήτων του προγράμματος. Συνολικά, διεξήχθησαν 56 συνεντεύξεις στις οποίες μετείχαν 32 άνδρες και 24 γυναίκες. Αναφορικά με τη γεωγραφική περιοχή καταγωγής των ερωτηθέντων, περίπου το 80% ήταν από την Λατινική Αμερική (44), εννιά από την Ευρωπαϊκή Ένωση (εκ των οποίων 8 Ρουμάνοι), δύο Αφρικανοί (αμφότεροι από το Μαρόκο) και ένας Ασιάτης (από τις Φιλιππίνες).

Ένα μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίσαμε στη διεξαγωγή αυτής της μελέτης ήταν η απροθυμία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων να ανταλλάξουν πληροφορίες σχετικά με τα θέματα που καλύπτονταν από την έρευνα. Κατά συνέπεια, δεν στάθηκε δυνατό να πάρουμε συνέντευξη ούτε από έναν εκπρόσωπο κάποιου ισπανικού χρηματοοικονομικού ιδρύματος, ενώ δύο τέτοια ιδρύματα συμμετείχαν στα εθνικά εργαστήρια ή στις συζητήσεις των εστιασμένων ομάδων αναφορικά με το θέμα, εκ των οποίων το ένα έγινε στη Μαδρίτη και το άλλο στη Σεβίλλη.

 4.  Σύντομη περιγραφή της μετανάστευσης σε κάθε χώρα-εταίρο 

Κύπρος

Η Κύπρος εγκατέλειψε την περιοριστική μεταναστευτική πολιτική που ακολουθούσε ως το 1990 σε μια προσπάθεια να ανταποκριθεί στην έλλειψη εργατικού δυναμικού χαμηλής ειδίκευσης που προκλήθηκε από το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης της που βασίστηκε στο μαζικό τουρισμό και τις υπηρεσίες. Ο ψηλός ρυθμός ανάπτυξης οδήγησε στην αύξηση της ζήτησης εργατικού δυναμικού η οποία υπερέβαινε την προσφορά από τους γηγενείς πόρους. Η επιβράδυνση στην οικονομική ανάπτυξη από τη δεκαετία του 1990 σε σύγκριση με τα τέλη του 1970 και του 1980, μαζί με την αύξηση του πληθωρισμού, δημιούργησαν τις συνθήκες που οδήγησαν στην εγκατάλειψη των περιοριστικών μεταναστευτικών πολιτικών. Το 1990 η Κύπρος αναθεώρησε τη μεταναστευτική πολιτική της και άνοιξε τις πόρτες στους μετανάστες, σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσει την έλλειψη ανειδίκευτου εργατικού δυναμικού. Με την αλλαγή της πολιτικής το 1990, τα κριτήρια χορήγησης αδειών επεκτάθηκαν και χαράχθηκε η πολιτική για την πρόσληψη εργατικού δυναμικού από το εξωτερικό.

Η υπόθεση που τελικά αποδείχτηκε αβάσιμη, ήταν ότι η απασχόληση μεταναστών εργαζομένων θα ήταν βραχυπρόθεσμη, προσωρινή, περιορισμένη σε συγκεκριμένους τομείς και σε συγκεκριμένους εργοδότες. Αν και οι πραγματικές εξελίξεις της δεκαετίας του 1990 αντέστρεψαν την υπόθεση ότι η παραμονή των μεταναστών θα ήταν βραχυπρόθεσμη και ο τομέας/εργοδότης συγκεκριμένος, ένας αριθμός θεσμικών μηχανισμών που σχεδιάστηκαν με αυτούς τους στόχους κατά νου, είχαν ως αποτέλεσμα ένα θεσμικό πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από τα παρακάτω:

(α)         Οι άδειες εργασίας χορηγούνται υπό την προϋπόθεση ότι κάθε μετανάστης εργαζόμενος συνδέεται με ένα συγκεκριμένο εργοδότη χωρίς την ελευθερία να αλλάξει εργασία, εκτός και αν ο αρχικός εργοδότης συναινεί σε τέτοια αλλαγή.

(β)                Οι άδειες εργασίας χορηγούνται σε ετήσια βάση και για ένα αρχικό διάστημα έξι μηνών και έπειτα τεσσάρων χρόνων, δημιουργώντας και αναπαράγοντας διαρθρωτικά ένα πλαίσιο επισφάλειας και αποκλεισμού.

Η ‘προσωρινή’ φύση των αδειών εργασίας που εκδόθηκαν σε πολίτες τρίτων χωρών οδήγησε σε μια ερμηνεία από τα εθνικά δικαστήρια του νόμου που ενσωμάτωσε την Κοινοτική Οδηγία 2003/109/EC σχετικά με το καθεστώς των επί μακρόν διαμενόντων μεταναστών, με τρόπο που οι μετανάστες με βίζα καθορισμένης διάρκειας (η συντριπτική πλειοψηφία τους) να θεωρούνται ότι δεν καλύπτονται από το νόμο που ενσωματώνει την Κοινοτική Οδηγία, διότι είναι «άδειες παραμονής…επισήμως περιορισμένης …διάρκειας» (άρθρο 3(2)(e) της Οδηγίας).[19] Ως αποτέλεσμα, η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών τρίτων χωρών στην Κύπρο δεν μπορούν να επωφεληθούν από τα δικαιώματα που εκχωρεί η εν λόγω Οδηγία, παραμένοντας έτσι στο έλεος των εργοδοτών αναφορικά με τις συνθήκες εργασίας και εκτεθειμένοι στον κίνδυνο της απέλασης με τη λήξη της βίζας τους.

Τα στοιχεία για τη μη συμμόρφωση των εργοδοτών με την εργατική νομοθεσία είναι άφθονα και καταγεγραμμένα σε σχετικές εκθέσεις του Κοινοβουλίου το 1997, σε τακτικές εκθέσεις του Επιτρόπου Διοικήσεως, που λειτουργεί επίσης  και ως Αρχή Ισότητας σύμφωνα με το άρθρο 13 της Οδηγίας 2000/43ΕΚ για την φυλετική ισότητα, καθώς επίσης στις εκθέσεις της ECRI (European Commission against Racism and Intolerance), της Διεθνούς Αμνηστίας, στις ετήσιες εθνικές εκθέσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ κλπ.

Το θεσμικό πλαίσιο δεν κατάφερε να προσαρμοστεί και να ενθαρρύνει την πολιτική συμμετοχή των μεταναστών προκειμένου να αναπτύξουν το αίσθημα ότι ανήκουν στην κυπριακή κοινωνία. Μόλις πρόσφατα αναπτύχθηκε δημόσιος διάλογος για τα δικαιώματα των μεταναστών εργαζομένων και για την πολυπολιτισμική κοινωνία, αλλά παραμένει μάλλον εστιασμένος στο ζήτημα της άτυπης μετανάστευσης παρά στην ανοχή και την ενσωμάτωσή των μεταναστών. Οι μετανάστες και οι αιτητές ασύλου αντιμετωπίζουν ένα μάλλον εχθρικό κοινωνικό περιβάλλον συμπεριλαμβανομένων και των εχθρικών μέσων μαζικής επικοινωνίας, καθώς και μιας αρνητικά διακείμενης αστυνομίας και ενός μεταναστευτικού καθεστώτος που βασίζεται στον ‘έλεγχο’.

Ελλάδα

Η Ελλάδα ήταν γνωστή ως μια παραδοσιακή χώρα αποστολής μεταναστών. Πράγματι, περίπου δύο εκατομμύρια Έλληνες μετανάστευσαν από το 1890 ως το 1974 στη Βόρεια Αμερική (ιδιαίτερα στις Η.Π.Α.) και στη Βορειοδυτική Ευρώπη. Το 1974 ωστόσο, το μεταναστευτικό ισοζύγιο κατέστη θετικό για την Ελλάδα. Αυτή η αλλαγή είχε να κάνει κυρίως με ε την επιστροφή ενός μεγάλου αριθμού Ελλήνων μεταναστών, αλλά επίσης, και με τα πρώτα κύματα ξένων μεταναστών που κατέφθαναν στη χώρα. Σίγουρα, η μεγάλη αύξηση συντελέστηκε στις αρχές του 1990, αμέσως μετά την πτώση των σοσιαλιστικών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη.

Σήμερα, οι μετανάστες αποτελούν ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού, και ανέρχονται πιθανώς σε περισσότερο από ένα εκατομμύριο ανθρώπους. Σύμφωνα με την Απογραφή του 2001 της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδας, η οποία παραμένει η πιο πολύτιμη πηγή, οι μετανάστες αντιπροσώπευαν το 7,3% του συνολικού πληθυσμού (797.091 άνθρωποι). Περισσότεροι από τους μισούς προέρχονται από την Αλβανία (57,5%), ενώ οι υπόλοιποι προέρχονται από μία ευρεία σειρά χωρών, ιδιαίτερα από την Ανατολική Ευρώπη. Οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν το 45% του συνολικού μεταναστευτικού πληθυσμού, ενώ μεταξύ κάποιων εθνικοτήτων (ιδιαίτερα από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και τις Φιλιππίνες) αποτελούν την πλειοψηφία.

Εκτός από τους Αλβανούς που αντιπροσωπεύουν μακράν τη μεγαλύτερη μεταναστευτική κοινότητα στην Ελλάδα, υπάρχει μία ευρεία σειρά άλλων χωρών. Εκτός από τους πολίτες παλαιών και νέων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι δέκα μεγαλύτερες εθνικότητες που υπάρχουν είναι, σύμφωνα με την Απογραφή του 2001, οι εξής: Αλβανοί (55,6% του αλλοδαπού πληθυσμού), Γεωργιανοί (2,9%), Ρώσοι (2,3%), Ουκρανοί (1,8%), Πακιστανοί (1,4%), Τούρκοι (1%), Αιγύπτιοι (1%), Αρμένιοι (1%), Ινδοί (0,9%), Ιρακινοί (0,9%) και Φιλιππινέζοι (0,9%).

Όλοι σχεδόν εμπίπτουν στην κατηγορία των οικονομικών μεταναστών και άρα ανήκουν κυρίως στις παραγωγικές ηλικιακές ομάδες. Οι κύριοι τομείς που έλκουν σε μεγάλο βαθμό μετανάστες εργαζόμενους είναι οι κατασκευές (24,5%) και οι υπηρεσίες (20,6%) -στην περίπτωση των γυναικών μεταναστριών, το ποσοστό ανέρχεται στο 62,7%-, το εμπόριο και η τουριστική βιομηχανία (15,7%), η γεωργία (17,5%) και η μεταποίηση (12,5%).

Σε σχέση με το εργασιακό καθεστώς, σύμφωνα με μια έρευνα που διεξήχθη από το Παρατηρητήριο Απασχόλησης Ερευνητική-Πληροφοριακή Α.Ε. (Π.Α.Ε.Π.), η συντριπτική πλειοψηφία των μεταναστών είναι μισθωτοί, ενώ μόνο ένα μικρό ποσοστό δηλώνει ότι είναι αυτοαπασχολούμενοι. Συγκεκριμένα, το 92,5% των μεταναστών δουλεύουν ως μισθωτοί και το 5,8% είναι αυτοαπασχολούμενοι, με ή χωρίς υπαλλήλους[20]. Η έμμισθη εργασία είναι επομένως ο κανόνας, ενώ το φαινόμενο του ‘μετανάστη επιχειρηματία’ το οποίο είναι αρκετά κοινό σε πολλές χώρες της Ευρώπης, φαίνεται να είναι μάλλον περιορισμένο στην περίπτωση της Ελλάδας.

Αναφορικά με την περίπτωση της στέγασης, φαίνεται ότι υπάρχει μια αυξανόμενη τάση μεταξύ των μεταναστών για απόκτηση δικής τους κατοικίας. Σύμφωνα με την Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών του 2005 της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδας, 11,8% του αλλοδαπού πληθυσμού στην Ελλάδα κατέχει ιδιόκτητη κατοικία χωρίς οποιεσδήποτε οικονομικές υποχρεώσεις (δάνεια, υποθήκες κλπ.), 5,8% κατέχει δικό του σπίτι με οικονομικές υποχρεώσεις, σε 4,4% έχει παραχωρηθεί κατοικία από τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας και 78,1% νοικιάζει. Επιπλέον, όπως εκτιμούν τραπεζικά στελέχη, αν και δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία, ένας αυξανόμενος αριθμός μεταναστών κάνει αίτηση για στεγαστικά δάνεια[21], μία εξέλιξη που υποδεικνύεται από κάποιους ως καλοδεχούμενη ‘σωτηρία της κτηματαγοράς’[22].

Ιταλία

Σύμφωνα με το εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής -ISTAT-, την 1η Ιανουαρίου 2008 υπήρχαν 3.460.000 μετανάστες καταγεγραμμένοι στα δημοτολόγια, αποτελώντας 5,8% των συνολικών κατοίκων της χώρας. Συγκριτικά με το προηγούμενο έτος, ο αλλοδαπός πληθυσμός αυξήθηκε κατά μισό σχεδόν εκατομμύριο ανθρώπους (2.938.922 που ήταν την 1η Ιανουαρίου 2007). Αυτή η αύξηση εξηγείται εν μέρει από τις γεννήσεις εκείνης της περιόδου και εν μέρει από την ετήσια ποσόστωση των μεταναστών που επιτράπηκε να εισέλθουν στη χώρα και η οποία έκανε δυνατό για πολλούς τη νομιμοποίηση της θέσης τους[23]. Στην ετήσια έκθεσή της για τη μετανάστευση, η Caritas Migrantes εκτιμά μία παρουσία τεσσάρων περίπου εκατομμυρίων αλλοδαπών την ίδια περίοδο, η οποία ανέρχεται στο 6,7% του συνολικού διαμένοντος πληθυσμού. Η τελευταία εκτίμηση περιλαμβάνει και μετανάστες χωρίς έγγραφα διαμονής, οι οποίοι δεν είναι καταχωρισμένοι και δεν μπορούν να καταχωρισθούν στα δημοτολόγια.

Το πιο σημαντικό δεδομένο που έχει ανακύψει τα τελευταία χρόνια αναφορικά με τη μετανάστευση είναι η αύξηση του αριθμού των μεταναστών από την Ανατολική Ευρώπη, κυρίως Ρουμάνων οι οποίοι, μέσα σε λίγα χρόνια και πολύ πριν την ένταξη της χώρας τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έγιναν η μεγαλύτερη εθνική μεταναστευτική ομάδα αριθμώντας περίπου το 15% του συνολικού μεταναστευτικού πληθυσμού και ξεπερνώντας παραδοσιακά πολυάριθμες εθνικές ομάδες όπως τους Μαροκινούς (10,5%) και τους Αλβανούς (10,3%).

Τα στοιχεία που προηγήθηκαν δείχνουν πως η μετανάστευση έχει από καιρό γίνει ένα δομικό χαρακτηριστικό του πληθυσμού αναφορικά τόσο με το μέγεθος του μεταναστευτικού πληθυσμού όσο και των διαφορετικών μοντέλων ενσωμάτωσης ή ένταξης που έχουν προκύψει. Περαιτέρω στοιχείο που επιβεβαιώνει αυτήν την εξέλιξη είναι ο αριθμός των αλλοδαπών μαθητών στα ιταλικά σχολεία που αυτήν τη στιγμή είναι πάνω από ένα εκατομμύριο, καθώς και το εντυπωσιακό ποσοστό αύξησης των μεικτών γάμων, όπου ο ένας εκ των δύο συντρόφων είναι μη-Ιταλός, των οποίων το ποσοστό ανερχόταν το 2005 στο 12,5% όλων των γάμων εκείνης της περιόδου έναντι 4,8% το 1995.

Περαιτέρω στοιχεία του δομικού χαρακτήρα της μετανάστευσης στην Ιταλία είναι, από οικονομικής πλευράς, ο αριθμός των επιχειρήσεων που ανήκουν και/ή διοικούνται από επιχειρηματίες ξένης προέλευσης και ο αριθμός των μεταναστών που χρησιμοποιούν τη μια ή την άλλη τραπεζική υπηρεσία, από το άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών ως τη χρήση στεγαστικών δανείων. Μέχρι την 30η Ιουνίου 2007, ο αριθμός των αλλοδαπών πολιτών που κατείχαν μια επιχείρηση ήταν 141.393, καταγράφοντας αύξηση 8% έναντι του προηγούμενου έτους. Ταυτόχρονα, οι μετανάστες συνεισφέρουν τα μέγιστα στο εργατικό δυναμικό ως υπάλληλοι κυρίως στους τομείς των κατασκευών, στη γεωργία και στη οικογενειακής φροντίδα. Είναι σημαντικό να λαμβάνουμε αυτές τις πλευρές της μετανάστευσης υπόψη, όταν συζητούμε το ζήτημα της οικονομικής ένταξης των μεταναστών, καθώς και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η ιταλική κοινωνία στην προσπάθειά να γίνει η πρόσβαση σε δικαιώματα και ίσες ευκαιρίες μια πραγματικότητα για όλους, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που έχουν έρθει πρόσφατα από άλλες χώρες.

Η κατανομή των μεταναστών στη χώρα είναι αρκετά διαφοροποιημένη μεταξύ των περιφερειών, με υψηλά ποσοστά στις κεντρικές και βόρειες περιφέρειες και μικρότερα στις νότιες και τα νησιά. Ταυτόχρονα, ο αριθμός των μεταναστών σε όλες τις περιφέρειες έχει αυξηθεί σημαντικά και, πέραν αυτής της αύξησης του μεταναστευτικού πληθυσμού κατά τα πρόσφατα χρόνια, υπάρχουν ξεκάθαρες ενδείξεις και της αυξανόμενης κοινωνικής και οικονομικής ενσωμάτωσης στις περισσότερες περιοχές που μελετήθηκαν σε αυτήν την έρευνα. Χωρίς να συγκρίνουμε τα επίπεδα ενσωμάτωσης ανά περιφέρεια, είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι οι περιφέρειες της Λομβαρδίας και του Βένετο έχουν τα υψηλότερα ποσοστά μεταναστών που ζουν σε ιδιότητες κατοικίες -οι δύο περιοχές έχουν 17% η καθεμιά του εθνικού συνόλου μεταναστών που ζουν σε ιδιόκτητες κατοικίες.[24] Άλλη μία διάσταση που μπορεί να ληφθεί υπόψη ως δείκτης του αυξανόμενου βαθμού ενσωμάτωσης είναι ο αριθμός των μη-Ιταλών μαθητών στα δημοτικά σχολεία και στα σχολεία μέσης και ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης: με ένα ποσοστό 11,8% μη-Ιταλών μαθητών, η περιοχή Emilia Romagna έχει τα υψηλότερα ποσοστά μη-Ιταλών μαθητών στο σύνολο του σπουδαστικού πληθυσμού. Άλλη μία ενδιαφέρουσα διάσταση είναι το επίπεδο των εμβασμάτων στις χώρες καταγωγής πολλών μεταναστών. Η αύξηση στα εμβάσματα των μετανάστες που καταγράφηκε κατά την περίοδο 1995-2007 υποδεικνύει επίσης ότι πολλοί μετανάστες έχουν κάνει ουσιαστική πρόοδο σε σχέση με την οικονομική και κοινωνική τους ενσωμάτωση.[25]

Πορτογαλία

Το 2009 η Πορτογαλία εδραίωσε τη θέση της στη διεθνή διάρθρωση των μεταναστευτικών ροών ως χώρα υποδοχής. Εκτός από την παραδοσιακή εικόνα μιας χώρας αποστολής μεταναστών, η οποία ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα μεγάλου μέρους του 20ου αιώνα, η Πορτογαλία, από τα μέσα της δεκαετία του 1980, έχει γίνει επίσης ένας χώρος υποδοχής μεταναστών εργαζομένων, μία μεταμόρφωση που μοιράζεται με άλλες νοτιοευρωπαϊκές χώρες. Αυτή η αλλαγή σχετίζεται με την είσοδο της Πορτογαλίας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα το 1986, και τα μεγάλης κλίμακας προγράμματα δημοσίων έργων που ξεκίνησαν την ίδια περίοδο, στηριζόμενα στην εισροή ευρωπαϊκών κονδυλίων. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, ωστόσο, η Πορτογαλία δεν έπαψε να είναι χώρα αποστολής μεταναστών, και υπολογίζεται ότι περίπου 4.500.000 Πορτογάλοι και απόγονοί τους ζουν ακόμη στο εξωτερικό, σήμερα όμως η μετανάστευση προς την Πορτογαλία υπερβαίνει την μετανάστευση από την Πορτογαλία.

Η πρώτη φάση της πρόσφατης ιστορίας της μετανάστευσης στην Πορτογαλία κυριαρχείται από την μετα-αποικιακή μετανάστευση, με αρκετό από το νέο πληθυσμό να προέρχεται από πρώην πορτογαλικές αποικίες στην Αφρική, κυρίως από το Πράσινο Ακρωτήριο, αλλά επίσης και από τη Γουινέα-Μπισσάου ενώ, σε μικρότερο βαθμό, από την Αγκόλα και τη Μοζαμβίκη, ελκυόμενος από τις καινούργιες δυνατότητες για εργασία στην Πορτογαλία και από τις ιστορικές και γλωσσικές συγγένειες, οι οποίες αποτελούν κληρονομιά του αποικιακού παρελθόντος.

Ως αποτέλεσμα της συνθήκης του Σένγκεν και της επακόλουθης ελεύθερης κυκλοφορίας ανθρώπων εντός των συνόρων των κρατών μελών του Σένγκεν, η σύνθεση της μεταναστευτικής εργατικής δύναμης στην Πορτογαλία υπέστη κάποιες αλλαγές, από τα τέλη του 1990 και μετά. Μεγάλος αριθμός μεμονωμένων προσώπων από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης άρχισε να εισέρχεται στην Πορτογαλία, κυρίως από την Ουκρανία, τη Μολδαβία κα την Ρουμανία. Αντιμέτωποι με δυσκολότερες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες στις πατρίδες τους, οι περισσότεροι από αυτούς τους ανθρώπους εισήλθαν στην περιοχή του Σένγκεν μέσω της Γερμανίας και της Αυστρίας και από εκεί μετακινήθηκαν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στην Πορτογαλία, οι περισσότεροι έπιασαν δουλειά στον κατασκευαστικό τομέα, με το γυναικείο πληθυσμό (σε μικρότερο βαθμό) να ασχολείται κυρίως με οικιακές εργασίες και εργασίας φροντίδας.

Τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και οι αρχές της δεκαετίας του 2000 σημαδεύτηκαν επίσης από την είσοδο μεγάλου αριθμού Βραζιλιάνων, οι περισσότεροι εκ των οποίων εργάζονται στον τομέα των υπηρεσιών, ιδιαίτερα στο εμπόριο. Σήμερα, οι Βραζιλιάνοι συνθέτουν τη μεγαλύτερη αλλοδαπή πληθυσμιακή ομάδα που ζει στην Πορτογαλία (70.334 το 2006). Θα έπρεπε να σημειωθεί, ωστόσο, ότι πολλοί από τους μετανάστες που ήρθαν από πρώην πορτογαλικές αποικίες και είχαν μεταναστεύσει στην Πορτογαλία από τη δεκαετία του 1980, έχουν αποκτήσει πορτογαλική ιθαγένεια σύμφωνα με τη νομοθεσία περί πολιτογράφησης.

Αναφορικά με τα ποσοστά των αλλοδαπών στο σύνολο του πορτογαλικού πληθυσμού, το 2006, οι αλλοδαποί μη πολίτες κράτους μέλους της ΕΕ που ζούσαν στην Πορτογαλία με άδεια παραμονής ήταν 352.958 σε ένα σύνολο πληθυσμού 10.569.592, αποτελώντας περίπου 3,3% των κατοίκων της χώρας (πρέπει να ειπωθεί ότι ο αριθμός των αλλοδαπών μη πολιτών κράτους μέλους της ΕΕ στην Πορτογαλία το 2006 ήταν μικρότερος από ό,τι το 2005, που ήταν 391.974).

Η αλλαγή που προκλήθηκε στο δημογραφικό και πολιτισμικό τοπίο από τη σημαντική είσοδο αλλοδαπού πληθυσμού κατά την τελευταία εικοσιπενταετία, έδωσε επίσης ώθηση σε νέες νομοθετικές και πολιτικές αποκρίσεις από διαδοχικές κυβερνήσεις, οι οποίες προσπάθησαν να ελέγξουν τις εισροές και να αντιμετωπίσουν τη νέα σύνθεση του εργατικού δυναμικού. Μπορεί να ειπωθεί ότι από τα μέσα του της δεκαετίας του 1980, κάθε νέα κυβέρνηση πρότεινε το δικό της μεταναστευτικό νόμο, με τον πιο πρόσφατο να έχει εγκριθεί στις 4 Ιουλίου 2007, Νόμος Νο. 23/2007.

Ωστόσο, δε μπορεί να ειπωθεί ότι οι προσπάθειες να ελεγχθεί η μετανάστευση ήταν επιτυχείς. Παρόλο που δεν υπάρχουν στατιστικές που να δηλώνουν τον αριθμό των μη καταγεγραμμένων μεταναστών, ερευνητικές εκθέσεις και πληροφορίες από μη κυβερνητικές οργανώσεις υποδεικνύουν ότι ένας σημαντικός αριθμός μεταναστών ζει και εργάζεται στην Πορτογαλία χωρίς επίσημα έγγραφα διαμονής. Η νέα πραγματικότητα έχει επίσης οδηγήσει στην υιοθέτηση πολιτικών ενσωμάτωσης, η πιο ορατή όψη των οποίων αποτελεί η ύπαρξη της AltoComissariado para a Imigração e Diálogo Intercultural [Ανώτατη Επιτροπή για τη Μετανάστευση και το Διαπολιτισμικό Διάλογο], καθώς και ένα εθνικό σχέδιο για την ενσωμάτωση των μεταναστών, το οποίο τέθηκε σε ισχύ το 2007.

Ισπανία

Τα πιο πρόσφατα στατιστικά στοιχεία για την κατάσταση της μετανάστευσης στην Ισπανία δείχνουν ότι έχει πραγματοποιηθεί αξιοσημείωτη αύξηση του αλλοδαπού πληθυσμού στην Ισπανία, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, όπου ένας μέσος όρος αύξησης της τάξης του 87,9% έχει καταγραφεί, με τον αλλοδαπό πληθυσμό να μετακινείται από τις 637.085 το 1998 στα 5.268.762 το 2008. Λαμβάνοντας υπόψη ότι την 1η Ιανουαρίου 2008 ο συνολικός πληθυσμός της χώρας αριθμούσε 46.157.822 άτομα, οι αλλοδαποί κάτοικοι αποτελούν το 11,4% του συνολικού πληθυσμού.[26]

Η τελευταία Εθνική Έρευνα για τη Μετανάστευση (ENI-2007) αποκαλύπτει την ύπαρξη δύο κύριων τύπων μεταναστευτικών ροών. Από τη μία πλευρά είναι οι άνθρωποι που προέρχονται από τις Άνδεις, την Αφρική, την Ανατολική Ευρώπη και την Ασία και οι οποίοι έχουν όλα τα χαρακτηριστικά για να θεωρηθούν οικονομικοί μετανάστες. Πρόκειται για νέους ανθρώπους που ήρθαν πρόσφατα∙ ασκούν ανειδίκευτη εργασία και συμμετέχουν σε πολύ σταθερά δίκτυα στήριξης. Από την άλλη πλευρά, είναι οι μετανάστες που έρχονται από τις ανεπτυγμένες χώρες, οι οποίοι έχουν πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά, με υψηλά επίπεδα εκπαίδευσης, μία υψηλή παρουσία συνταξιούχων καθώς και ανθρώπων που βρίσκονται σε παραγωγική ηλικία και έχουν δουλειές σε τομείς που απαιτούν υψηλή εξειδίκευση.[27]

Οι μεταναστευτικές εισροές από την Λατινική Αμερική και την Αφρική κυριαρχούν, παρόλο που αυτοί που έρχονται από την υπόλοιπη Ευρώπη, την Ασία και την Ωκεανία έχουν καταγράψει μια υψηλότερη σχετικά αύξηση κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε χρόνων. Αναφορικά με το φύλο, συναντούμε μια μετανάστευση «γένους αρσενικού» στην περίπτωση των Αφρικανών και αυτών που έρχονται από τις υπανάπτυκτες χώρες της Ευρώπης, την Ασία και την Ωκεανία, ενώ υπάρχει μία κάποια ισορροπία αναφορικά με το φύλο στην περίπτωση των μεταναστών που έρχονται από τις ανεπτυγμένες χώρες. Όσον αφορά στους μετανάστες που έρχονται από την Λατινική Αμερική, η μετανάστευση είναι κυρίαρχα θηλυκού γένους.

Αναφορικά με τον οικονομικό τομέα δραστηριοτήτων στις χώρες καταγωγής τους, σχεδόν ένας στους δύο μετανάστες με επαγγελματική εμπειρία προέρχεται από τον τομέα των υπηρεσιών, ενώ ένας στους πέντε περίπου προέρχεται από τον τομέα της βιομηχανίας και πολλοί μετανάστες από τον τομέα του εμπορίου. Οι κατασκευές και η γεωργία είναι οι τομείς με τα μικρότερα επίπεδα δραστηριότητας από την πλευρά των μεταναστών.

Σύμφωνα με στοιχεία του ENI –το Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής- που αφορούν στα χαρακτηριστικά της τωρινής απασχόλησης, ένα σημαντικό τμήμα του εργαζόμενου μεταναστευτικού πληθυσμού είναι συγκεντρωμένο στα κατώτερα επίπεδα του εργατικού δυναμικού. Δύο στους πέντε μετανάστες απασχολούνται σε χειρωνακτικές εργασίες που απαιτούν χαμηλή ειδίκευση και ένας στους τέσσερις απασχολείται σε χειρωνακτική εργασία κάποιας ποιότητας. Τα στοιχεία επίσης υποδεικνύουν ότι υπάρχει ένα ευρύ πληθυσμιακό στοιχείο μεταναστών εργαζομένων, οι οποίοι κάνουν δουλειές πολύ χαμηλότερου επιπέδου από τα πραγματικά τους προσόντα.

Κατά μέσο όρο, οι μετανάστες εργαζόμενοι στην Ισπανία, καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασιακής τους πορείας προβαίνουν σε 2,9 συμβάσεις εργασίας από τη στιγμή της άφιξής τους. Οι Αφρικανοί συνθέτουν την ομάδα με το μεγαλύτερο μέσο όρο κανονισμένων πριν την άφιξή τους συμβάσεων (3,5) και επίσης με το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας.

Τέλος, θα έπρεπε να πούμε ότι, κατά μέσο όρο, σχεδόν οι μισοί από τους αμειβόμενους μετανάστες εργαζόμενους έχουν προσωρινή σύμβαση εργασίας. Αυτό το υψηλό επίπεδο προσωρινότητας επηρεάζει όλους τους νεοαφιχθέντες μετανάστες, ανεξαρτήτως προελεύσεώς τους.

5.  Βασικές τραπεζικές υπηρεσίες και πιστωτικά μέσα που χρησιμοποιούνται από τους μετανάστες 

Κύπρος

Προκειμένου να ανοίξουν τραπεζικούς λογαριασμούς με οποιαδήποτε τράπεζα, οι μετανάστες πρέπει να προσκομίσουν την άδεια παραμονής τους, την άδεια εργασίας και αντίγραφα της σύμβασης εργασίας τους και του διαβατηρίου τους. Στην περίπτωση αλλοδαπών φοιτητών, πρέπει επίσης να δοθεί στην τράπεζα μία βεβαίωση από το εκπαιδευτικό ίδρυμα στο οποίο φοιτούν. Οι μετανάστες (συμπεριλαμβανομένων και των φοιτητών) μπορούν να ανοίξουν λογαριασμούς αποταμίευσης και να μεταφέρουν χρήματα από το λογαριασμό τους. Ωστόσο, οι τράπεζες παρακολουθούν τα ποσά που έχουν κατατεθεί και μεταφερθεί και αν αυτά ξεπεράσουν το ποσό που οι τράπεζες κρίνουν ότι είναι λογικό σύμφωνα με το εισόδημα του κατόχου του λογαριασμού, τότε θα διερευνήσουν την περίπτωση για να εξασφαλίσουν τη συμμόρφωση με τη νομοθεσία που αναφέρεται στο ξέπλυμα χρημάτων.

Αυτή είναι μια μάλλον παράλογη πρακτική, δεδομένου ότι μία συναλλαγή των 2000 ευρώ, για παράδειγμα, μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ως υπέρβαση του θεμιτού εισοδήματος ενός μετανάστη, το οποίο εισόδημα μπορεί να κυμαίνεται γύρω στα 300 ευρώ το μήνα, αλλά αυτό το ποσό της συναλλαγής δεν μπορεί καν να θεωρηθεί ως ύποπτο για διαδικασίες ξεπλύματος χρημάτων. Το γεγονός ότι, σε πρακτικό επίπεδο, οι τράπεζες θεωρούν «ύποπτα» οποιαδήποτε ποσά υπερβαίνουν το εισόδημα ενός μετανάστη μπορεί να είναι αποτέλεσμα προκατάληψης ή ακόμα και συμμόρφωσης με τις οδηγίες των μεταναστευτικών αρχών. Καμία τέτοια σχετική πληροφορία δεν προέκυψε από τις συνεντεύξεις και η υπόθεση που κάνουμε προκύπτει από απλή εικασία. Ωστόσο, ένα στέλεχος της Κεντρικής Τράπεζας που πήρε μέρος σε συνέντευξη για τους σκοπούς της έρευνας δήλωσε ότι οι τράπεζες έχουν την υποχρέωση να διερευνούν τις συναλλαγές που αφορούν σε «μεγάλα ποσά», παρόλο που η σχετική επίσημη οδηγία της Κεντρικής Τράπεζας προς τις εμπορικές τράπεζες δεν διευκρινίζει τι θεωρείται ως «μεγάλο», παρά μάλλον προσκαλεί τις τράπεζες να διερευνούν «ύποπτες» συναλλαγές. Εν τη απουσία οδηγιών από τις μεταναστευτικές αρχές, αποτελεί προφανώς ερμηνεία των ίδιων των τραπεζών ότι ποσά γύρω στα 2000 ευρώ μπορεί να είναι ύποπτα για ξέπλυμα χρημάτων.

Κατόπιν αιτήματος, μπορεί να τους εκδοθεί μία χρεωστική κάρτα για χρήση στα μηχανήματα ανάληψης της τράπεζας, προκειμένου να τραβούν χρήματα από τον λογαριασμό τους∙ αυτή η κάρτα δε μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μαγαζιά ή σε οποιοδήποτε άλλο μέρος. Σε μερικές περιπτώσεις, οι χρεωστικές κάρτες μπορεί να χορηγηθούν σε μετανάστες για χρήση σε μαγαζιά χωρίς ασφάλεια, αλλά μόνο μέχρι το ύψος του ποσού που έχουν στο λογαριασμό τους. Υπέρβαση του πιστωτικού ορίου ή πιστωτικές διευκολύνσεις δεν χορηγούνται για αυτούς τους λογαριασμούς.

Οι κυπριακές τράπεζες δεν προσφέρουν εξειδικευμένες υπηρεσίες στους οικονομικούς μετανάστες. Αντί αυτού, τους προσφέρουν κάποιες από τις υπηρεσίες που προσφέρονται στους ντόπιους, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, όμως, οι οποίες δεν ισχύουν για τους ντόπιους.

Υπάρχουν δύο μεγάλες τράπεζες στην Κύπρο οι οποίες κατέχουν το μεγαλύτερο μερίδιο στην αγορά και απολαμβάνουν μια μάλλον μονοπωλιακή θέση: η Τράπεζα Κύπρου και η Λαϊκή Τράπεζα Κύπρου. Η τελευταία έχει θεσπίσει κανόνες αναφορικά με την προσφορά δανειακών διευκολύνσεων στους αλλοδαπούς, οι οποίες συνοψίζονται στις παραγράφους που ακολουθούν. Η Τράπεζα Κύπρου προσφέρει παρόμοια πακέτα αλλά δεν διέθεσε κάποια σχετική λίστα στους ερευνητές. Σε συνέντευξη με τους ερευνητές, ένα τραπεζικό στέλεχος δήλωσε ότι δεν γίνεται καμία διάκριση μεταξύ των πολιτών τρίτων χωρών και των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ότι τα στεγαστικά δάνεια μπορούν να χορηγηθούν με μία υποθήκη και μια συστατική επιστολή από την τράπεζα του δανειολήπτη στη χώρα καταγωγής του, ο δανειολήπτης πρέπει να έχει το 40% της δικής τους συνεισφοράς και αποδεικτικά στοιχεία εισοδήματος που να επαρκούν για να πληρώσουν τη χρηματική δόση. Για προσωπικά δάνεια, απαιτούνται εγγυήσεις από άτομα που δουλεύουν με το μετανάστη, κατά προτίμηση Κύπριους, για παράδειγμα από τον εργοδότη του δανειολήπτη. Το τραπεζικό στέλεχος διευκρίνισε ότι η προτίμηση για Κύπριους εγγυητές δεν ήταν απαίτηση της Κεντρικής Τράπεζας, αλλά μάλλον πολιτική της ίδιας της τράπεζας.

Η άλλη μεγάλη τράπεζα, η Λαϊκή Τράπεζα Κύπρου, επίσης δεν διαχωρίζει ανάμεσα στους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στους πολίτες τρίτων χωρών για τις υπηρεσίες που προσφέρει, η σημαντική διάκριση είναι μεταξύ μόνιμων και μη μόνιμων κατοίκων. Ο όρος «μόνιμοι κάτοικοι» αναφέρεται σε αλλοδαπούς πολίτες που εργάζονται ή διαμένουν στην Κύπρο ή που θα μείνουν και θα εργαστούν στην Κύπρο για έναν τουλάχιστον χρόνο. Οι αλλοδαποί φοιτητές δεν θεωρείται ότι εμπίπτουν σε αυτόν τον ορισμό, παρά το γεγονός ότι ζουν και εργάζονται στην Κύπρο για περισσότερο από ένα χρόνο. Σαν γενικός κανόνας, οι πιστωτικές διευκολύνσεις (στεγαστικά δάνεια, προσωπικά δάνεια, τρέχοντες λογαριασμοί, κάρτες) προσφέρονται στους μόνιμους και στους μη-μόνιμους κατοίκους με τις ίδιες συνθήκες που προσφέρονται και στους Κύπριους, υπό την προϋπόθεση ότι ένα στεγαστικό δάνειο προπληρώνεται ταυτόχρονα με μια εγγύηση (πρώτη υποθήκη, εκχώρηση συμφωνίας πώλησης σε συνδυασμό με έγγραφο αποποίησης δικαιωμάτων ή εγγύηση, μετρητά, τραπεζική εγγύηση).

Αναφορικά με το ζήτημα των πιστωτικών και χρεωστικών καρτών, οι αλλοδαποί που είναι μόνιμοι κάτοικοι χορηγούνται με χρεωστικές και πιστωτικές κάρτες με ένα όριο μέχρι τις 3.000 κυπριακές λίρες (€5,126) χωρίς ασφάλεια. Στην περίπτωση στεγαστικού δανείου, μπορούν να χορηγηθούν πιστωτικές κάρτες υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με τους Κύπριους. Στην περίπτωση αλλοδαπών οι οποίοι δεν είναι μόνιμοι κάτοικοι και δεν υπάρχει στεγαστικό δάνειο, οι χρεωστικές κάρτες χορηγούνται χωρίς ασφάλεια και οι πιστωτικές κάρτες χορηγούνται μόνο με μία εγγύηση σε μετρητά· όπου υπάρχει στεγαστικό δάνειο, τότε ισχύουν οι ίδιες προϋποθέσεις με τους Κύπριους. Όλοι οι αλλοδαποί στους οποίους έχουν χορηγηθεί πιστωτικές κάρτες είναι υποχρεωμένοι να ενεργοποιήσουν μία πάγια εντολή στους λογαριασμούς τους για την αυτόματη εκκαθάριση των δόσεων των πιστωτικών καρτών τους∙ για τους Κύπριους, αυτή η πάγια εντολή είναι προαιρετική. Η διάκριση που γίνεται εδώ μεταξύ των πελατών της τράπεζας που έχουν στεγαστικό δάνειο και αυτών που δεν έχουν, δεν αναφέρεται τόσο στο ίδιο το δάνειο, αλλά μάλλον στη σίγουρη ασφάλεια που προσφέρεται για το δάνειο, η οποία προσφέρεται επίσης και για την πιστωτική κάρτα που έχει εκδοθεί.

Αναφορικά με άλλες δανειακές διευκολύνσεις, ισχύουν παρόμοιες προϋποθέσεις με τις παραπάνω. Με άλλα λόγια, στους αλλοδαπούς πολίτες που είναι μόνιμοι κάτοικοι μπορούν να χορηγηθούν διευκολύνσεις για δάνεια υπό τις ίδιες προϋποθέσεις που ισχύουν στους Κύπριους, όπου υπάρχει στεγαστικό δάνειο, και με μια υποθήκη όπου δεν υπάρχει στεγαστικό δάνειο. Αντίθετα, στους αλλοδαπούς πολίτες οι οποίοι δεν είναι μόνιμοι κάτοικοι μπορούν να χορηγηθούν διευκολύνσεις για δάνεια με τις ίδιες προϋποθέσεις που ισχύουν στους Κύπριους όπου υπάρχει στεγαστικό δάνειο, αλλά στην απουσία τέτοιου δανείου δεν προσφέρονται διευκολύνσεις. Η συντριπτική πλειοψηφία των οικονομικών μεταναστών εμπίπτει σε αυτήν την τελευταία κατηγορία. Δάνεια για επαγγελματική στέγη χορηγούνται μόνο σε αλλοδαπούς πολίτες οι οποίοι είναι μόνιμοι κάτοικοι. Προσωπικά δάνεια σε ιδιώτες και σε μικρές επιχειρήσεις χορηγούνται σε αλλοδαπούς που είναι μόνιμοι κάτοικοι μέσω υπέρβασης των πιστωτικών ορίων ενός τρεχούμενου λογαριασμού και/ή μιας πιστωτικής κάρτας και/ή ενός προσωπικού δανείου διάρκειας μέχρι και 4 χρόνων ή ενός συνδυασμού των τριών, για ένα μέγιστο ποσό των €5.125 χωρίς εγγύηση. Στην περίπτωση των μη-μόνιμων κατοίκων, αυτές οι διευκολύνσεις χορηγούνται μόνο όπου υπάρχει στεγαστικό δάνειο. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι κανένα πρόσωπο δεν δικαιούται αυτές τις διευκολύνσεις ως κατοχυρωμένο δικαίωμα∙ έγκειται στην ευχέρεια των τραπεζών να αποφασίζουν αν οι κατάσταση του αιτούντος είναι τέτοια που η χορήγηση μιας διευκόλυνσης δικαιολογείται ή όχι. Το πιο σημαντικό κριτήριο στην εξέταση αιτήσεων για διευκολύνσεις είναι η ικανότητα του αιτούντος να αποπληρώσει και η κάθε περίπτωση εξετάζεται ξεχωριστά. Προσωπικά δάνεια ή υπέρβαση πιστωτικού ορίου ή στεγαστικά δάνεια σε ξένο νόμισμα χορηγούνται στους μόνιμους κατοίκους. Για τους μη-μόνιμους κατοίκους, αυτές οι διευκολύνσεις είναι διαθέσιμες όταν το στεγαστικό δάνειο προπληρώνεται ταυτόχρονα.

Τόσο οι μόνιμοι όσο και οι μη-μόνιμοι κάτοικοι μπορούν να καταθέσουν χρήματα σε καταθετικούς λογαριασμούς υπό προειδοποίηση (interest-earning notice accounts), πάγιες καταθέσεις και λογαριασμούς αποταμίευσης. Στεγαστικά δάνεια σε ξένο νόμισμα προκαταβάλλονται εξίσου σε μόνιμους και μη-μόνιμους κατοίκους για απεριόριστα ποσά και διάρκεια μέχρι και 15 έτη, με επιτόκιο libor +2,50% και περίοδο χάριτος ως και 2 χρόνια τόσο σε κεφάλαιο όσο και τόκο από την ημερομηνία προκαταβολής του δανείου, την οποία ακολουθεί μια πρόσθετη περίοδος χάριτος για άλλα 3 χρόνια υπό την προϋπόθεση ότι ο τόκος έχει πληρωθεί. Η εγγύηση πρέπει να είναι μία υποθήκη της τάξης του 125% της αξίας του ακινήτου, καθώς και προσωπική εγγύηση και εκχώρηση στην τράπεζα συμβολαίου ασφάλειας ζωής και πυρός (όπου απαιτείται). Ο πελάτης ζητείται να παρέχει την δική του συνεισφορά στο κόστος του ακινήτου ως ακολούθως:

  1. Αγορά 1ης κατοικίας για ιδία χρήση: 20% ιδία συνεισφορά σε ευρώ ή 25% σε ελβετικά φράγκα ή 30% σε άλλα νομίσματα.
  2. Αγορά γης, εξοχικής κατοικίας για μικρή επένδυση: 30% ιδία συνεισφορά σε ευρώ ή 30% σε ελβετικά φράγκα ή 35% σε άλλα νομίσματα.
  3. Αγορά κτιρίου για επαγγελματική στέγαση: 30% ιδία συνεισφορά σε ευρώ ή 30% σε ελβετικά φράγκα ή 35% σε άλλα νομίσματα.

Προσωπικά δάνεια ως και 10.000 κυπριακές λίρες (€17,088) χορηγούνται εξίσου στους μόνιμους και μη-μόνιμους κατοίκους, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με τους Κύπριους, υπό τον όρο ότι υπάρχει ένα στεγαστικό δάνειο, το οποίο καλύπτεται με εγγύηση υποθήκης. Απουσία στεγαστικού δανείου, αυτό το δάνειο δεν χορηγείται σε μη-μόνιμους κατοίκους. Μπορεί ωστόσο να χορηγηθεί σε μόνιμους κατοίκους με τους παρακάτω όρους: ο δανειολήπτης και η εγγυητής πρέπει να έχουν υψηλή επίδοση στο σύστημα πιστωτικών πόντων (credit points system) που λειτουργεί στην τράπεζα∙ ο δανειολήπτης πρέπει να καταθέτει το μισθό του σε αυτήν την τράπεζα∙ πρέπει να υπάρχει μια πάγια εντολή για την πληρωμή του δανείου και για την καταβαλλόμενη δόση για ασφάλιστρο για το συμβόλαιο ασφάλειας ζωής και το ασφαλιστήριο συμβόλαιο πυρός (όπου απαιτείται)∙ πρέπει να υπάρχει μια υποθήκη ή μετρητά ως εγγύηση ή μια τραπεζική εγγύηση για τη διασφάλιση του δανείου.

Υπάρχουν αρκετά παρόμοια πακέτα δανείων που είναι διαθέσιμα στους αλλοδαπούς, και όλα διέπονται από την ίδια λογική αναφορικά με την ασφάλεια, σύμφωνα με τα οποία άτομα με προσωρινή βίζα και/ή άτομα που δεν έχουν ήδη παραχωρήσει μια υποθήκη στην τράπεζα αποκλείονται.

Η συνέντευξη με ένα στέλεχος της Λαϊκής Τράπεζας κατέδειξε ότι η πρακτική είναι να χορηγούν δάνεια σε αλλοδαπούς βάσει των εισοδημάτων τους, τα οποία προσδιορίζουν τη φύση και το όριο των παρεχόμενων υπηρεσιών. Το αποδεικτικό εισοδήματος πρέπει να επιβεβαιώνεται από τον εργοδότη και ο μισθός πρέπει να κατατίθεται/μεταφέρεται αυτόματα στον λογαριασμό του αιτούντος, έτσι ώστε η τράπεζα να μπορεί να παρακολουθεί το ποσό και την συχνότητα των πληρωμών. Άλλο σημαντικό στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη είναι η έκταση των προηγούμενων συναλλαγών με την τράπεζα, με άλλα λόγια, πόσο καιρό ο αιτών έχει υπάρξει πελάτης της τράπεζας και πόσο συνεπής ήταν στις άλλες υποχρεώσεις του. Αν αυτοί οι λόγοι πληρούνται, η τράπεζα μπορεί να χορηγήσει προσωπικό δάνειο ως και €5.000 μόνο με το σταθερό εισόδημα ως εγγύηση. Αυτό το ποσό, ωστόσο, μπορεί να διπλασιαστεί στα €10.000 αν ο πελάτης έχει δοσοληψίες με την τράπεζα για κάποιο διάστημα και η τράπεζα είναι ικανοποιημένη με την επίδοσή του. Για ποσά που υπερβαίνουν τα €10.000, πρέπει να παρουσιάσουν Κύπριους εγγυητές.

Υπάρχουν δύο διεθνείς εταιρίες παροχής υπηρεσιών πληρωμής που δραστηριοποιούνται στην Κύπρο: η Money Gram International και η Western Union. Αυτές οι δύο εταιρίες έχουν διάφορα καταστήματα διάθεσης σε όλη τη χώρα, όπου τα άτομα μπορούν να στείλουν χρήματα σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου χωρίς την ανάγκη είτε ο αποστολέας είτε ο παραλήπτης να διατηρεί τραπεζικό λογαριασμό. Τα καταστήματα διάθεσης είναι είτε ανεξάρτητα και διευθύνονται από τις ίδιες τις εταιρίες είτε βρίσκονται στις εγκαταστάσεις τραπεζών και λειτουργούν με τραπεζικά στελέχη. Σε κάθε περίπτωση, το πρόσωπο που αποστέλλει τα χρήματα πρέπει να διαμένει νόμιμα στην Κύπρο και το ποσό δεν πρέπει να υπερβαίνει τα €3.000 το μήνα, ως μέτρο ενάντια στο ξέπλυμα χρημάτων. Οι πολίτες κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορούν να στέλνουν χρήματα επιδεικνύοντας ένα επίσημο έγγραφο ταυτότητας (διαβατήριο, άδεια οδήγησης κτλ), αλλά οι πολίτες τρίτων χωρών πρέπει συμπληρωματικά να επιδεικνύουν την «ροζ κάρτα» τους (βίζα παραμονής), τη σύμβαση εργασίας και αποδεικτικό ότι έχουν κάνει ανάληψη του ίδιου ποσού χρημάτων από την τράπεζα την ίδια μέρα. Οι συνεντεύξεις με τους μετανάστες αποκάλυψαν, ωστόσο, ότι για την αποστολή χρημάτων απαιτούνται μόνο η βίζα παραμονής και το βιβλιάριο αλλοδαπού (αποδεικτικό ταυτότητας).

Ελλάδα

Αναφορές στα μέσα μαζικής επικοινωνίας έχουν, σε πολλές περιπτώσεις, υπογραμμίσει τη σημασία των μεταναστών ως μιας νέας και πολλά υποσχόμενης ομάδας στόχου για τις τράπεζες και τα πιστωτικά ιδρύματα. Τίτλοι όπως «Μετανάστες: Μία δυναμική ομάδα στόχου για τις τράπεζες» (Τσίτσας 2008), «Παρθένα αγορά για τις τράπεζες οι μετανάστες» (Μάρκου 2007), «Οικονομικοί μετανάστες, οι καλύτεροι πελάτες των τραπεζών» (Καθημερινή 2005), «Οι τράπεζες στρέφουν την προσοχή τους στους οικονομικούς μετανάστες» (Λιδοράκης 2003) κτλ, αποτελούν κάποιες ενδείξεις της αυξανόμενης σημασίας των μεταναστών για τις τράπεζες. Με αποταμιεύσεις πάνω από 3-4 δισεκατομμύρια ευρώ και με μέσο όρο καταθέσεων διπλάσιο από αυτόν των Ελλήνων πολιτών, οι μετανάστες συνιστούν μια μάλλον ‘ελπιδοφόρα’ πελατεία με περίπου 250.000 τραπεζικούς λογαριασμούς[28].

Εκτιμάται ότι το 64,8% των μεταναστών που ζούνε στην Ελλάδα διαθέτουν τραπεζικούς λογαριασμούς και από αυτούς το 90,5% συναλλάσσονται με κάποια ελληνική τράπεζα[29]. Σύμφωνα με έναν εκπρόσωπο της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος που πήρε μέρος σε συνέντευξη, το 90% των Αλβανών που ζούνε στην Ελλάδα είναι πελάτες ελληνικών τραπεζών, γεγονός που οδήγησε τη συγκεκριμένη τράπεζα να συμπεριλάβει την αλβανική γλώσσα στα μηχανήματά αυτόματων συναλλαγών της (ΑΤΜ)[30], μία πρακτική που ακολουθήθηκε και από άλλες τράπεζες αργότερα (π.χ. την Τράπεζα Πειραιώς).

Τα κυριότερα χρηματοπιστωτικά προϊόντα/υπηρεσίες που χρησιμοποιούν οι μετανάστες είναι οι καταθετικοί λογαριασμοί και η αποστολή εμβασμάτων. Παρ’ όλα αυτά, τα στεγαστικά και τα καταναλωτικά δάνεια (όπως π.χ. για αγορά αυτοκινήτου) έχουν αρχίσει να τραβούν την προσοχή μιας αυξανόμενης μερίδας μεταναστών, οι οποίοι ζούνε στη χώρα για αρκετό χρονικό διάστημα.

Οι όροι και οι προϋποθέσεις πρόσβασης στις τραπεζικές υπηρεσίες είναι κοινές ανάμεσα στις τράπεζες, αλλά διαφέρουν ανάλογα με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες. Πιο συγκεκριμένα, για έναν απλό λογαριασμό κατάθεσης, απαιτούνται ένα διαβατήριο σε ισχύ και δικαιολογητικά έγγραφα που να πιστοποιούν τη διεύθυνση, την εργασία και τον αριθμό φορολογικού μητρώου, σύμφωνα με τις προβλέψεις των κανονισμών της Τράπεζας της Ελλάδας (Κεντρικής Τράπεζας) που ισχύουν για όλους τους κατοίκους της Ελλάδας. Η επίσημη θέση των τραπεζών που ερωτήθηκαν, χωρίς καμιά εξαίρεση, ήταν ότι οι οργανισμοί τους δεν εφαρμόζουν διαφορετική πολιτική προς τους μετανάστες, ούτε μεταξύ διαφόρων εθνικοτήτων. Τραπεζικοί υπάλληλοι, ωστόσο, ανέφεραν ότι μερικές φορές απαιτείται κατά τη διάρκεια συναλλαγών στα ταμεία της τράπεζας ακόμα και από άτομα που διαθέτουν ήδη λογαριασμούς η άδεια παραμονής σε ισχύ, ή ότι κάποιες εθνικότητες θεωρούνται πιο «ριψοκίνδυνες» και λιγότερο «αξιόπιστες» από άλλες.

Για άλλα προϊόντα, όπως πιστωτικές κάρτες, δάνεια και προϊόντα τραπεζικής ασφάλισης, οι προϋποθέσεις είναι πιο αυστηρές. Συμπληρωματικά με τα προαναφερθέντα, απαιτούνται επίσης μία άδεια παραμονής σε ισχύ και δήλωση εισοδήματος για τα τελευταία τρία χρόνια.

Ορισμένες τράπεζες στην προσπάθειά τους να προσελκύσουν μετανάστες, προσφέρουν συγκεκριμένα προϊόντα και υπηρεσίες που ‘ανταποκρίνονται στις ανάγκες τους’. Οι δύο ξένες τράπεζες (αλβανική και ρωσική) απευθύνονται κατά κύριο λόγο στις ανάγκες των μεταναστών από τις αντίστοιχες χώρες προέλευσης. Αυτά τα εξειδικευμένα προϊόντα συνδυάζουν κυρίως έναν καταθετικό λογαριασμό και τη δυνατότητα αποστολής εμβασμάτων με χαμηλή ή καθόλου χρέωση. Έχει σημειωθεί ότι ένα μεγάλο τμήμα αυτής της αγοράς καλύπτεται από τράπεζες που δραστηριοποιούνται επίσης σε χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης[31]. Κατά τη διάρκεια της έρευνας, βρήκαμε τουλάχιστον τρεις μεγάλες τράπεζες (Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Τράπεζα Πειραιώς και Millennium) που προσφέρουν αυτό το είδος προϊόντων. Είναι σημαντικό να προστεθεί εδώ ότι τα Ελληνικά Ταχυδρομεία προσφέρουν επίσης νέες υπηρεσίες αναφορικά με την αποστολή εμβασμάτων σε συνεργασία με τη Western Union και ‘πληρωμή πόρτα πόρτα’ σε συνεργασία με ταχυδρομεία διαφόρων χωρών στην Ανατολική Ευρώπη και αλλού.

Επιπλέον, μερικές τράπεζες προσφέρουν ειδικά δάνεια στους μετανάστες, τουλάχιστον μέχρι πριν μερικούς μήνες και πριν την οικονομική κρίση, η οποία κατέστησε τα περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα μάλλον επιφυλακτικά και απρόθυμα να προσφέρουν καινούργια δάνεια και υποθήκες. Παρόλα αυτά, μία προσεκτική ανάλυση και σύγκριση μεταξύ δανείων που προορίζονται ειδικά προς τους μετανάστες και δανείων για τον υπόλοιπο πληθυσμό δείχνει ότι δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές. Η μόνη διαφορά φαίνεται να υπάρχει στα χορηγούμενα ποσά. Στην περίπτωση δανείων προς τους μετανάστες χορηγούνται μικρότερα ποσά και υπάρχει μια σχετική ευελιξία σε ό,τι αφορά τη διάρκεια αποπληρωμής.

Χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, υπό μια ευρεία έννοια, παρέχονται επίσης από ορισμένους δημόσιους οργανισμούς, οι οποίοι προσφέρουν τέτοιες υπηρεσίες στο ευρύ κοινό. Ο βασικός δημόσιος οργανισμός που έχει ήδη συμπεριλάβει τους μετανάστες ανάμεσα στους επωφελούμενούς του είναι ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ), το βασικό ίδρυμα για την κοινωνική κατοικία στην Ελλάδα δεδομένου ότι το 96% της συνολικής ετήσιας οικοδομικής δραστηριότητας του δημόσιου τομέα υλοποιείται μέσω των προγραμμάτων του. Ο ΟΕΚ παρέχει σε όλους τους εργαζόμενους που πληρώνουν τις εισφορές τους στο φορέα, δηλαδή σε όλους τους ασφαλισμένους εργαζόμενους στα κύρια ιδρύματα κοινωνικής ασφάλισης (π.χ. το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων- ΙΚΑ που καλύπτει όλους τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα) μία ευρεία γκάμα υπηρεσιών: από χαμηλότοκα στεγαστικά δάνεια σε συνεργασία με τράπεζες μέχρι επιδόματα ενοικίου και κατοικίες που προσφέρονται σε δικαιούχους εργαζόμενους με κληρώσεις.

Αν και δεν υπάρχουν ειδικές ποσοστώσεις για τους μετανάστες, όπως στην περίπτωση άλλων κοινωνικών ομάδων όπως οι πολυμελείς οικογένειες, τα άτομα με αναπηρία και οι ‘παλιννοστούντες’ μετανάστες,[32] και στατιστικά στοιχεία αναφορικά με την εθνικότητα δεν είναι διαθέσιμα, εκπρόσωποι του οργανισμού ανέφεραν ότι περίπου το 25% των επωφελούμενων των προγραμμάτων του ΟΕΚ είναι αλλοδαποί.

Κατά τη διάρκεια της έρευνάς μας, προσεγγίσαμε επίσης τη Γενική Διεύθυνση Μεταναστευτικής Πολιτικής & Κοινωνικής Ένταξης του Υπουργείου Εσωτερικών, η οποία είχε σχεδιάσει ένα ‘Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης για την Κοινωνική Ένταξη των Υπηκόων Τρίτων Χωρών’ υπό το όνομα ΕΣΤΙΑ. Τουλάχιστον δύο από τους έξι άξονες αυτού του Σχεδίου, η Εργασία και η Στέγαση, είναι συναφείς με το θέμα μας. Παρ’ όλα αυτά, όπως ανέφεραν οι υπάλληλοι της Διεύθυνσης, η υλοποίηση των προγραμμάτων του Σχεδίου δεν έχει αρχίσει ακόμα, και άρα δεν είναι διαθέσιμα συγκεκριμένα αποτελέσματα ή στοιχεία.

Ένας άλλος δημόσιος οργανισμός που ασχολείται έμμεσα με την οικονομική ενσωμάτωση, και πιο συγκεκριμένα στο πεδίο της ίδρυσης επιχειρήσεων, είναι ο Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ). Ο ΟΑΕΔ είναι ο αρμόδιος δημόσιος φορέας για την (επαν)εισαγωγή στην αγορά εργασίας, μέσω συγκεκριμένων προσραμμάτων που στοχεύουν στην αναζήτηση εργασίας ή στην χρηματοδότηση μικρών επιχειρήσεων. Ο οργανισμός δεν παρέχει ειδικές υπηρεσίες σε μετανάστες σύμφωνα με τη γενική πολιτική του. Υπάρχει, ωστόσο, μία Υπηρεσία Ειδικών Κοινωνικών Ομάδων, όπου συμπεριλαμβάνονται όλες οι ευπαθείς κοινωνικές ομάδες, και η οποία είναι υπεύθυνη, μεταξύ άλλων, για την εφαρμογή της υλοποίησης αρκετών προγραμμάτων επαγγελματικής υποστήριξης.[33] Είναι σημαντικό να σημειωθεί εδώ ότι, από τον Ιανουάριο ως τον Οκτώβριο του 2007, 8.525 αλλοδαποί εργαζόμενοι επωφελήθηκαν από τα προγράμματα του ΟΑΕΔ, ένας αριθμός που συνιστά το 7,28% του συνόλου των επωφελούμενων∙ αυτό το ποσοστό αφορά σε όλα τα προγράμματα και όχι μόνο στις επιδοτήσεις για την ίδρυση μικρών επιχειρήσεων.

Τέλος, μία ανεξάρτητη αρχή η οποία δεν παρέχει χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, αλλά ασχολείται με τις διαμάχες που προκύπτουν κατά την παροχή τραπεζικών και επενδυτικών υπηρεσιών στοχεύοντας στο φιλικό διακανονισμό, είναι ο Μεσολαβητής Τραπεζικών-Επενδυτικών Υπηρεσιών. Παρόλο που δεν διατηρούνται ξεχωριστά στατιστικά δεδομένα ανά εθνικότητα, ο Μεσολαβητής ανέφερε ότι βάσει των επιθέτων (κάτι το οποίο δεν αποτελεί έναν ακριβή τρόπο προσδιορισμού των αλλοδαπών καθώς, για παράδειγμα, πολλά αλβανικά επίθετα είναι παρόμοια με ελληνικά), κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου του 2008, 42 τηλεφωνικές κλήσεις και 23 γραπτές καταγγελίες απευθύνθηκαν στο γραφείο του. Σύμφωνα με αυτόν, οι καταγγελίες των μεταναστών δεν διαφέρουν ουσιαστικά από αυτές των Ελλήνων πολιτών, ωστόσο, η περίπτωση καταγγελιών των μεταναστών σχετικά με δάνεια είναι πολύ πιο περιορισμένη.

   

Ιταλία

Μία μελέτη για τις τραπεζικές υπηρεσίες προς τους μετανάστες που διεξήχθη το 2000[34] ανέδειξε τη «σημαντική έλλειψη εμπιστοσύνης των τραπεζών προς τους μη-Ιταλούς και προερχόμενους από χώρες εκτός ΕΕ μετανάστες», και την επακόλουθη καθυστέρηση στο σχεδιασμό και την παροχή επαρκών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών σε αυτές τις ομάδες (μόνο τρεις τράπεζες εκείνη τη χρονική περίοδο[35] είχαν λάβει κάποιες πρωτοβουλίες για να αντιμετωπίσουν τις ανάγκες των μεταναστών). Το 2006[36], 18 τράπεζες προσέφεραν εξειδικευμένα προϊόντα και βοηθητικές υπηρεσίες σε μετανάστες πελάτες, από προπληρωμένες πιστωτικές κάρτες που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εντός και εκτός Ιταλίας μέχρι ειδικούς τύπους ασφαλιστικών συμβολαίων αναγκαίες για κάποιες πρακτικές των μεταναστών∙ από χαμηλού κόστους αποστολή εμβασμάτων μέχρι ειδικούς τραπεζικούς λογαριασμούς και στεγαστικά προϊόντα. Άλλες τράπεζες, αν και δεν προσέφεραν εξειδικευμένα προς μετανάστες προϊόντα, υιοθέτησαν κάποια φιλικά προς τον πελάτη μέτρα, τα οποία ορίζονταν ως πολιτικές «τραπεζικού καλωσορίσματος»[37], προκειμένου να προσελκύσουν ζήτηση από πλευράς μεταναστών για παραδοσιακά τους προϊόντα που απευθύνονται στο ευρύ κοινό. Οι φιλικές προς τον πελάτη πρωτοβουλίες περιελάμβαναν πολύγλωσση βοήθεια, παρουσία ειδικού προσωπικού και/ή γραφείων και άλλες στρατηγικές μάρκετινγκ.

Εντούτοις, διαθέσιμα στοιχεία υποδεικνύουν ότι πολλά πρέπει να γίνουν ακόμα για να προωθηθεί η οικονομική ενσωμάτωση των μεταναστών. Τρέχουσες εκτιμήσεις υπολογίζουν ότι κάτι παραπάνω από το μισό ενήλικα μεταναστευτικό πληθυσμό χρησιμοποιεί τη μία ή την άλλη τραπεζική υπηρεσία συστηματικά. Περίπου τα δύο τρίτα[38] αυτών που δηλώνονται ως μη έχοντες συναλλαγές με τράπεζες μετανάστες, πληρούν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις πρόσβασης σε ποικίλες χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, αλλά δεν τις χρησιμοποιούν ακόμα λόγω έλλειψης σωστής πληροφόρησης ή εξαιτίας της έλλειψης εμπιστοσύνης από την πλευρά των τραπεζών. Μέρος του προβλήματος είναι το ότι οι τράπεζες υποτιμούν την οικονομική δυνατότητα των μεταναστών[39]. Ακόμα και οι τράπεζες που έχουν αποφασίσει να επενδύσουν στο «μεταναστευτικό τμήμα της χρηματοοικονομικής αγοράς» δηλώνουν ότι έχουν κινηθεί μέχρι τούδε περισσότερο από κοινωνικές ανησυχίες παρά από εκτιμήσεις κέρδους. Ωστόσο, αναδυόμενες τάσεις ανάπτυξης της κατανάλωσης των μεταναστών, αποταμιευτικές και πιστωτικές ανάγκες έχουν οδηγήσει τα τελευταία χρόνια σε αλλαγή της στάσης κάποιων τραπεζών.

Σύμφωνα με το Ενιαίο Κείμενο για τα τραπεζικά και πιστωτικά ιδρύματα το οποίο ρυθμίζει τις δραστηριότητες του τραπεζικού τομέα,[40] η πρόσβαση σε τραπεζικές και χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες είναι ανοιχτή σε όλα τα μεμονωμένα άτομα που διαμένουν κανονικά στην Ιταλία, ανεξαρτήτως εθνικότητας ή άλλων προσωπικών χαρακτηριστικών. Ωστόσο, οι ίδιοι νόμοι προβλέπουν ότι οι τράπεζες είναι ελεύθερες να αποφασίσουν ποιες εγγυήσεις θα ζητήσουν για τις υπηρεσίες τους. Αυτό αφήνει στις τράπεζες ή ακόμη και σε μεμονωμένα υποκαταστήματα ένα σημαντικό περιθώριο δικαιοδοσίας στην επιλογή των πελατών τους[41].

Υψηλόβαθμα τραπεζικά στελέχη δήλωσαν σε συνεντεύξεις που πραγματοποιήθηκαν για αυτήν την έρευνα ότι τα ιδρύματά τους υιοθετούν πολιτικές ίσων ευκαιριών για όλους που επιθυμούν πρόσβαση στις υπηρεσίες τους. Τα έγγραφα και οι εγγυήσεις που ζητούνται –σύμφωνα με αυτούς- δεν διαφέρουν μεταξύ των Ιταλών και των αλλοδαπών πελατών, εκτός από την άδεια παραμονής που απαιτείται για τους μετανάστες. Ωστόσο, συνεντεύξεις με διευθυντές υποκαταστημάτων και υπαλλήλους γραφείων προσφέρουν μια πιο πολύπλοκη εικόνα. Δεν υπάρχει απλά ένας σημαντικός βαθμός διαφοροποίησης στον τύπο και την ποιότητα των εγγυήσεων και των ενέχυρων που ζητούνται από διαφορετικές τράπεζες για τις ίδιες υπηρεσίες, αλλά επίσης και σε αυτά που ζητούνται από τις ίδιες τράπεζες σε διαφορετικούς πελάτες στη βάση των προσωπικών τους χαρακτηριστικών που προσδιορίζουν το ρίσκο του προφίλ τους, καθώς και την κρίση των τραπεζιτών. Δεδομένων των προαναφερθέντων, είναι δύσκολο να προσδιοριστεί αν η άρνηση κάποιας υπηρεσίας ή η αίτηση για πρόσθετες εγγυήσεις παρακινούνται από το μεταναστευτικό καθεστώς ως αλλοδαπού ή από οποιονδήποτε άλλον παράγοντα που επηρεάζει την εκτίμηση της τράπεζας. Προκειμένου να αποκομίσουμε πιο ξεκάθαρη εικόνα σχετικά με αυτό το ζήτημα, ρωτήσαμε τις τράπεζες ποιοι παράγοντες κατά την άποψή τους καθιστούν έναν πελάτη ιδιαίτερα «επίφοβο». Οι παράγοντες που αναφέρθηκαν συχνότερα ήταν: απρόβλεπτες χρηματοπιστωτικές συμπεριφορές∙ άγνωστος τόπος διαμονής ή συχνές αλλαγές τόπου διαμονής∙ χαμηλό και/ή ασταθές εισόδημα∙ άγνωστο χρηματοοικονομικό και οικονομικό παρελθόν. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι το αποδεικτικό κατοικίας είναι το ίδιο και προέρχεται από την ίδια πηγή –το δημοτολόγιο- για όλους, Ιταλούς και αλλοδαπούς που έχουν νόμιμο τίτλο παραμονής στη χώρα.

Θα μπορούσε να συναχθεί ότι το καθεστώς του μετανάστη δεν αποτελεί από μόνο του βάση για διάκριση όσον αφορά στην πρόσβαση στις τραπεζικές υπηρεσίες. Η έρευνα, μολαταύτα, υποδεικνύει ότι το να είναι κανείς μετανάστης αντιπροσωπεύει έναν παράγοντα επιβαρυντικό όταν συνδέεται με έναν ή περισσότερους από τους παραπάνω παράγοντες ρίσκου. Ενδείξεις αυτού μπορούν να βρεθούν στις καθημερινές πρακτικές ορισμένων τραπεζών. Για παράδειγμα, η BNL και η Unicredit[42] ζητούν πρόσθετες εγγυήσεις από τους αλλοδαπούς που αιτούνται στεγαστικά δάνεια που περιλαμβάνουν την προϋπόθεση ότι πρέπει να διαμένουν επίσημα στην Ιταλία για τρία τουλάχιστον χρόνια[43]. Ένα υποκατάστημα της Monte dei Paschi που δραστηριοποιείται  σε μια κοινότητα με μεγάλο κινεζικό πληθυσμό, ζητά από τους Κινέζους πελάτες να επενδύσουν ένα μικρό ποσό των απολαβών τους στην τράπεζα προκειμένου να τους χορηγηθούν βιβλιάρια επιταγών και πιστωτικές κάρτες, προϋπόθεση που δεν ισχύει για τους Ιταλούς πελάτες. Η διακριτική και άνιση μεταχείριση είναι συχνά δυσδιάκριτη και δύσκολο να εντοπιστεί. Ενώ σε κάποιες περιπτώσεις η διάκριση παίρνει τη μορφή μιας απαίτησης για πρόσθετες εγγυήσεις, σε άλλες, παίρνει τη μορφή μιας αυστηρής εφαρμογής των γενικών κανόνων και ρυθμίσεων που ισχύουν για τους μετανάστες, τη στιγμή που στην περίπτωση των γηγενών γίνονται πιο ελεύθερες ερμηνείες των ίδιων κανόνων.

Η προσοχή με την οποία οι τράπεζες μεταχειρίζονται τους μετανάστες πελάτες συχνά μεταφράζεται σε πρακτικές, οι οποίες σε κάθε περίπτωση συνιστούν εμπόδια στην πρόσβαση. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που συλλέχθηκαν από τις συνεντεύξεις, τράπεζες όπως η Banca Nazionale del Lavoro (BNL), η Unicredit, Banca Toscana και η Banca Popolare di Lodi απαιτούν ο μετανάστης να είναι νόμιμος κάτοικος για μια περίοδο όχι λιγότερο από τρία χρόνια και μέχρι πέντε χρόνια, προκειμένου να κατέχει τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να αιτηθεί ένα δάνειο. Η τράπεζα Intesa San Paolo θέτει ως αναγκαία προϋπόθεση για πρόσβαση σε δάνεια από τους μετανάστες ο αιτών να κατέχει άδεια παραμονής μεγάλης διάρκειας (κάρτα αορίστου διαρκείας). Αυτός ο τύπος της άδειας παραμονής μπορεί να αποκτηθεί μόνο έπειτα από πέντε χρόνια νόμιμης παραμονής και στην περίπτωση που πληρούνται κάποιες προϋποθέσεις εισοδήματος και κριτηρίων κατοικίας. Υπάρχουν, από την άλλη πλευρά, τράπεζες που είναι περισσότερο ευέλικτες στη χορήγηση δανείων σε μετανάστες και κάποιες από αυτές μπορεί να χορηγούν ακόμα και δάνεια έναντι υποθήκης που καλύπτουν ολόκληρο το κόστος της οικίας ή του διαμερίσματος. Κάποιοι από τους ερωτηθέντες δήλωσαν ότι το Ταχυδρομείο, το οποίο εκτελεί κάποιες χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες, αρνείται να χορηγήσει δάνεια στους μετανάστες γιατί απαιτεί ως προϋπόθεση την κατοχή ιταλικής ιθαγένειας.

Η έρευνα αναγνώρισε τρεις τύπους πολιτικής που απευθύνονται στους μετανάστες από τις τράπεζες: η πρώτη συνίσταται σε προϊόντα/υπηρεσίες ειδικά σχεδιασμένα για τους μετανάστες∙ η δεύτερη περιλαμβάνει έναν αριθμό μέτρων που στοχεύουν στη διευκόλυνση της πρόσβασης των μεταναστών σε υπάρχοντα προϊόντα/υπηρεσίες που προσφέρονται στο ευρύ κοινό και η τρίτη αναφέρεται στην απουσία μέτρων πολιτικής τόσο ως προς την αναγνώριση των αναγκών των μεταναστών όσο ως προς το σχεδιασμό και την προσφορά προϊόντων/υπηρεσιών που να ικανοποιούν αυτές τις ανάγκες ή πρωτοβουλιών που να στοχεύουν στην απομάκρυνση των εμποδίων σε σχέση με την πρόσβαση σε υπάρχοντα προϊόντα. Μερικές τράπεζες έχουν υιοθετήσει τόσο τον πρώτο όσο και τον δεύτερο τύπο πολιτικής με το να προσφέρουν νέα και ειδικά προϊόντα, καθώς και λαμβάνοντας μέτρα προκειμένου να αρθούν τα εμπόδια στην πρόσβαση σε παραδοσιακά προϊόντα.

Επιπλέον, η έρευνα δείχνει ότι η ζήτηση από τους μετανάστες για ειδικά χρηματοπιστωτικά προϊόντα που στοχεύουν σε αυτούς είναι μάλλον χαμηλή. Διάφοροι τραπεζικοί εκπρόσωποι που συμμετείχαν τόσο στις συνεντεύξεις όσο και στις συζητήσεις σε εστιασμένες ομάδες στα πλαίσια του προγράμματος επιβεβαίωσαν αυτό το εύρημα. Αναφορικά με τις τράπεζες που διερευνήθηκαν, τα προϊόντα που είναι σχεδιασμένα ειδικά για τους μετανάστες συνίστανται σε τρεχούμενους ή αποταμιευτικούς λογαριασμούς με χαμηλή χρέωση υπηρεσιών, που συνοδεύονται από εκπτώσεις στις χρεώσεις αποστολής εμβασμάτων, από ασφαλιστικά συμβόλαια που καλύπτουν έξοδα μετακίνησης ή επείγοντα, από πρόσβαση σε στεγαστικά και προσωπικά δάνεια. Θα έπρεπε ωστόσο να τονιστεί ότι οι τράπεζες τείνουν να χρησιμοποιούν τέτοια προϊόντα κυρίως ως επικοινωνιακά εργαλεία που αποσκοπούν στο να μεταφέρουν στο κοινό το ενδιαφέρον τους για τους μετανάστες και να προκαλέσουν την ευαισθητοποίηση του προσωπικού τους.

Η χαμηλή ζήτηση για αυτά τα προϊόντα υποδεικνύει ότι ένας αριθμός παραγόντων υπεισέρχεται εδώ. Παρά τις πολυτελείς καμπάνιες και τα υλικά μάρκετινγκ, οι πληροφορίες που δίνονται από τις τράπεζες στους μετανάστες για τις ειδικές προσφορές τους παραμένουν ανεπαρκείς. Εξάλλου, το προσωπικό ορισμένων τραπεζών φαίνεται να μην έχει μεγάλη επίγνωση της ύπαρξης και της λειτουργίας των προϊόντων που υποτίθεται ότι πωλούν στους μετανάστες[44]. Από την πλευρά της ζήτησης, υπάρχουν στοιχεία που υποδεικνύουν ότι οι χρηματοπιστωτικές ανάγκες των μεταναστών είναι ποικίλες και ολοένα και πιο πολύπλοκες, και δεν ικανοποιούνται απαραίτητα από ειδικά σχεδιασμένα προϊόντα που κάποιες τράπεζες προσφέρουν σε μετανάστες. Εξάλλου, όσον αφορά στο περιεχόμενα αυτών των ειδικών προϊόντων, φαίνεται να είναι κατώτερα (σε ποιότητα και/ή ποσότητα) από ό,τι οι παραδοσιακές προσφορές από τις ίδιες τράπεζες και, συνεπώς, πολλοί μετανάστες προτιμούν να επιλέγουν τα τελευταία παρά τα πρώτα.

Η έρευνα αναδεικνύει ότι, κάθε άλλο παρά ομοιογενείς, οι στρατηγικές που υιοθετούνται από τις τράπεζες προς τους μετανάστες ποικίλουν σύμφωνα με το ιστορικό της τράπεζας, την προδιάθεση και τη σχέση με τις τοπικές κοινότητες όπου δραστηριοποιείται. Κοινοτικές και συνεταιριστικές πιστωτικές τράπεζες περιορίζονται από τα καταστατικά τους να αφιερώνουν ιδιαίτερη προσοχή στις ανάγκες των μη προνομιούχων ομάδων στις κοινότητες που εξυπηρετούν, και επομένως είναι γενικά εξυπηρετικές με τους μετανάστες.

Το μέγεθος της τράπεζας παίζει επίσης έναν σημαντικό ρόλο στον προσδιορισμό της στάσης της προς τους μετανάστες πελάτες. Στις περιπτώσεις όπου το μικρό μέγεθος μιας τράπεζας συνδυάζεται με μια κοινωνική αποστολή (όπως στην περίπτωση των συνεταιριστικών πιστωτικών τραπεζών), το αποτέλεσμα είναι μια ευμενής στάση, μια προσπάθεια να δημιουργηθούν προσωπικές σχέσεις με τους μετανάστες πελάτες που βασίζονται στην εμπιστοσύνη, και μια γενικότερη ευελιξία στον τύπο των εγγυήσεων και των ενέχυρων που ζητούνται. Θεωρείται πιο πιθανό το προσωπικό στις μικρές τράπεζες να υιοθετεί το ίδιο στυλ συμπεριφοράς και να μοιράζεται σχετικές πληροφορίες και δεξιότητες για να συναλλάσσεται με μετανάστες πελάτες, ενώ αντίθετα στις μεγάλες τράπεζες μπορεί να υπάρχει μια μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ των επίσημων πολιτικών και των καθημερινών συμπεριφορών μεμονωμένων υπαλλήλων.

Σύμφωνα με τις τράπεζες, η ζήτηση για υπηρεσίες από τους μετανάστες έχει εξελιχθεί ταχύτατα από τις μεταφορές χρημάτων στις χώρες καταγωγής και το άνοιγμα βασικών τρεχούμενων ή αποταμιευτικών λογαριασμών σε αιτήσεις για επιχειρηματικά δάνεια ή για αγορά κατοικίας. Τα στεγαστικά δάνεια φαίνεται να είναι αυτήν τη στιγμή η πιο επικερδής δραστηριότητα για τις τράπεζες, δεδομένου του αυξανόμενου αριθμού των μεταναστών που κάνουν αίτηση για δάνεια, των ποσών που χορηγούνται και των εγγυήσεων που αντικατοπτρίζονται στις νέες κατοικίες που αγοράζουν. Τα καταναλωτικά δάνεια επίσης αυξάνονται. Δεδομένων των μικρών ποσών που αφορούν, κάποιες τράπεζες ζητούν περιορισμένες εγγυήσεις. Η Banca Slla για παράδειγμα αναφέρει ότι το ποσοστό των μεταναστών που έχουν λάβει καταναλωτικά δάνεια έχει αυξηθεί από 14% το 2006 σε 18% το 2007 στο σύνολο των μεταναστών πελατών.

Πίστωση για τη ίδρυση ή την εδραίωση μικρών επιχειρήσεων από μετανάστες είναι, αντιθέτως, πολύ λιγότερο διαδεδομένη. Σε αυτήν την περίπτωση, η κατάσταση εμπλέκεται περαιτέρω λόγω της διαδικασίας αξιολόγησης ρίσκου από τις τράπεζες και, σε κάποιες περιπτώσεις, από τον όρο οι εγγυήσεις να παρέχονται από εξωτερικά ιδρύματα (εγγυητικά πλάνα). Για τον αιτούντα, αυτό υποδηλώνει την πληρωμή μιας προμήθειας στο ίδρυμα που παρέχει την εγγύηση, εκτός από τις συνήθεις τραπεζικές χρεώσεις για το ίδιο δάνειο. Η δυσκολία μια τέτοιας διαδικασίας οδηγεί κάποιες τράπεζες να χορηγούν δάνεια υπό πιο ευέλικτες μορφές προσωπικής ή καταναλωτικής πίστης. Αυτή η εναλλακτική, ωστόσο, ενέχει μειονεκτήματα για τον επιχειρηματία, συμπεριλαμβανομένης και της αδυνατότητας να εκπέσει μέρος του πληρωμένου τόκου του δανείου από το εισόδημα που έχει προκύψει από την επιχείρηση, προτού να πληρώσει φόρο για τις απολαβές της επιχείρησης. Αυτή η μορφή δημόσιας στήριξης για ιδιωτική επένδυση από μικρές επιχειρήσεις επιτρέπεται μόνο για δάνεια που αποσκοπούν στο να χρησιμοποιηθούν ως επένδυση για οικονομικές δραστηριότητες και όχι για προσωπικά δάνεια.

Πολλά απομένουν να γίνουν αναφορικά με την ενσωμάτωση των μεταναστών στο τραπεζικό σύστημα, ιδιαίτερα για τους μετανάστες οι οποίοι είναι σχετικά καινούργιοι στη χώρα. Παραμένει κοινή πεποίθηση μεταξύ των ερωτηθέντων μεταναστών ότι το τραπεζικό σύστημα είναι μια υπηρεσία που παρέχεται σε αυτούς που έχουν υψηλά εισοδήματα και αποταμιεύσεις, παρά μια ευκαιρία και/ή εργαλείο για περαιτέρω προώθηση της οικονομικής και χρηματοοικονομικής ένταξης, ακόμα και για ανθρώπους οι οποίοι δεν έχουν πολλές αποταμιεύσεις από μόνοι τους.

Πολλές τράπεζες από την πλευρά τους κάνουν έκκληση για μια ισχυρότερη συνεργασία μεταξύ των τραπεζών και των τοπικών αρχών και της τοπικής αυτοδιοίκησης, προκειμένου να μειώσουν το ρίσκο που ενυπάρχει στη δανειοδότηση μικρών επιχειρήσεων ή, θέτοντάς το διαφορετικά, για να βοηθήσουν τις μικρές επιχειρήσεις να ανταποκριθούν στις εγγυήσεις που απαιτούνται προκειμένου να πληρώσουν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για επιχειρηματικά δάνεια. Αυτή η κατάσταση δεν είναι ασυνήθης για μικρές επιχειρήσεις που ανήκουν σε μετανάστες∙ είναι μάλλον συνήθης για τις μικρές επιχειρήσεις εν γένει και έχει οδηγήσει στη δημιουργία πιστωτικών εγγυητικών σχημάτων από βιοτεχνικούς συλλόγους ή από την τοπική αυτοδιοίκηση. Μια σημαντική πρωτοβουλία αυτού του τύπου που χρηματοδοτείται και διοικείται από τον τοπική κυβέρνηση της Τοσκάνης, γνωστή ως SMOAT, περιγράφεται περαιτέρω σε αυτό το εγχειρίδιο σαν καλή πρακτική, παρόλο που δεν ιδρύθηκε για την εξυπηρέτηση των μεταναστών επιχειρηματιών, αλλά ως γενική υπηρεσία που ανταποκρίνεται στις πιστωτικές ανάγκες και των μεταναστών επιχειρηματιών.

Πορτογαλία

Μέχρι πρόσφατα, το πορτογαλικό τραπεζικό σύστημα δεν έδινε ιδιαίτερη προσοχή στο μεταναστευτικό πληθυσμό ως δυνητικό πελάτη. Ακόμα και σήμερα, με την εξαίρεση των δύο μεγαλύτερων τραπεζών, τα περισσότερα τραπεζικά ιδρύματα που δραστηριοποιούνται στη χώρα δεν διαθέτουν ειδικά προϊόντα που να απευθύνονται σε αυτό το ιδιαίτερο τμήμα του πληθυσμού.

Δύο κύριοι λόγοι δίνονται για την εξήγηση αυτού του γεγονότος. Πρωτίστως, για τα περισσότερα από τα τραπεζικά ιδρύματα με τα οποία ήλθαμε σε επαφή για αυτήν την έρευνα, δεν υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στους αλλοδαπούς πολίτες που διαμένουν στην Πορτογαλία και τους γηγενείς, σε ό,τι αφορά την πρόσβαση σε τραπεζικές υπηρεσίες και προϊόντα. Δευτερευόντως, τα τραπεζικά ιδρύματα συνήθως υποθέτουν ότι οι μετανάστες εργάζονται στα πλέον ανειδίκευτα τμήματα της αγοράς εργασίας, και γενικά βιώνουν μια εύθραυστη οικονομική κατάσταση. Άλλο ένα στοιχείο αυτής της εικόνας των μεταναστών είναι η ιδέα ότι η παρουσία τους στην Πορτογαλία είναι πρόσκαιρης φύσης.

Κατά συνέπεια, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι μόνο οι δύο μεγαλύτερες ιδιωτικές πορτογαλικές τράπεζες (η Millennium/BCP και η Espírito Santo Bank) έχουν αναπτύξει ειδικές στρατηγικές και προϊόντα για αυτό το κοινό. Αυτό φαίνεται να αλλάζει και κάποια πρωτόκολλα έχουν υπογραφεί μεταξύ κάποιων διεθνών και πορτογαλικών τραπεζών, στοχεύοντας στο μεταναστευτικό πληθυσμό  (για παράδειγμα, η Privat Bank και η Banco Portugês de Negócios∙ η Banif και η Bank of Brasil).

Η αυξανόμενη προσοχή των τραπεζών συνδέεται σίγουρα με την αξία που αποδίδεται στο τμήμα του πληθυσμού το οποίο γνώρισε μια σημαντική και ορατή ανάπτυξη κατά την τελευταία δεκαετία. Καθώς η πλειοψηφία των Πορτογάλων πολιτών σχετίζεται ήδη με τράπεζες, οι πρόσφατα αφιχθέντες μετανάστες αποτελούν ένα από τα λίγα τμήματα της αγοράς στα οποία οι τράπεζες μπορούν να επεκτείνουν την πελατειακή τους βάση.

Οι πιο συνηθισμένες υπηρεσίες που προσφέρονται ειδικά στους μετανάστες και στους αλλοδαπούς που διαμένουν στην Πορτογαλία είναι οι απλοί τραπεζικοί λογαριασμοί και οι αποστολές εμβασμάτων. Οι δύο προαναφερθείσες τράπεζες, η Millenium και η Espírito Santo, έχουν αναπτύξει αυτό που καλείται μία προσέγγιση «πακέτο», που συνίσταται στην πώληση ενός αριθμού μεμονωμένων προϊόντων που έχουν συγκεντρωθεί σύμφωνα με ό,τι οι τράπεζες θεωρούν κριτήρια συνάφειας και άρα εμπορικώς πιο ελκυστικά στα μάτια των μεταναστών. Η ανάπτυξη τέτοιων προϊόντων δικαιολογείται από τις τράπεζες για δύο είδη λόγων: τις ειδικές ανάγκες των μεταναστών και την ανάγκη για στρατηγική προκειμένου να ελκύσουν νέους πελάτες που είναι νέοι στο πορτογαλικό τραπεζικό σύστημα. Συνεπώς, η λογική που κρύβεται πίσω από αυτά τα προϊόντα είναι μια λογική εμπορικής φύσης που απορρέει από τους οικονομικούς υπολογισμούς των τραπεζών και της αναγνώρισης, από την πλευρά τους, της αυξανόμενης οικονομικής σημασίας αυτού του τμήματος της αγοράς. Η ανάπτυξη επομένως τέτοιων προϊόντων δεν έγκειται στο πνεύμα κοινωνικής υπευθυνότητας, σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τα μικρο-πιστωτικά προγράμματα, όπως αυτό που η ίδια τράπεζα Millenium BCP αναπτύσσει.

Ο στόχος της προσέλκυσης μεταναστευτικής πελατείας έκανε τη Millenium και τη BES να αναπτύξουν επικοινωνιακές και προωθητικές στρατηγικές που συνιστούν καινοτομία στο πορτογαλικό πλαίσιο. Η Millenium BCP αναπτύσσει κάποιες από τις καμπάνιες της στη μητρική γλώσσα κάποιων μεταναστών, και ειδικότερα, στα ρωσικά, τα ρουμάνικα, τα ουκρανικά και τα αγγλικά, τα τελευταία καθώς έχουν τη μεγαλύτερη διεθνώς αναγνώριση. Η BES, με τη σειρά της, υιοθέτησε μια διαφορετική στρατηγική για να προσελκύσει μετανάστες πελάτες. Μία τηλεφωνική υπηρεσία στα ρωσικά, ουκρανικά και μολδαβικά κατέστη διαθέσιμη και η BES δημιούργησε ένα δίκτυο το οποίο ονομάστηκε «εθνοτικοί οργανωτές», και του οποίου ο στόχος είναι να αποκτήσει πελάτες διαφόρων εθνικοτήτων για την τράπεζα, μέσω οργανωτών οι οποίοι ανήκουν στις εθνοτικές ομάδες της πελατείας στόχου.

Αυτά τα προϊόντα ή, καλύτερα, τα πακέτα, σχεδιασμένα να προσελκύσουν μετανάστες, έχουν υποδηλωτικές ονομασίες, στην περίπτωση της Millenium BCPConta Passaporte” [Λογαριασμός Διαβατήριο] ενώ στην Espírito Santo Bank το πακέτο ονομάζεται BESBoas Vindas [BES Καλωσόρισμα]. Αυτά τα προϊόντα στοχεύουν στην πραγματικότητα σε ένα υπο-τμήμα του μεταναστευτικού πληθυσμού, τους μετανάστες οι οποίοι ήρθαν στην Πορτογαλία πρόσφατα καθώς, για αυτές τις τράπεζες, οι μετανάστες που έχουν ζήσει στην Πορτογαλία για χρόνια δεν διαφέρουν από τους Πορτογάλους πολίτες (τα πακέτα τα οποία σχεδιάστηκαν για τους μετανάστες περιγράφονται στο κεφάλαιο με τις καλές πρακτικές).

Οι διεθνείς τράπεζες που δραστηριοποιούνται στην Πορτογαλία έχουν επίσης κάποια προϊόντα και υπηρεσίες σχεδιασμένα ειδικά για τους μετανάστες, ιδιαίτερα για τους μετανάστες που είναι της ίδιας εθνικότητας με τις τράπεζες. Συνεπώς, η Banco do Brasil έχει το “Conta Poupança Ouro” [Χρυσοί Λογαριασμοί Αποταμίευσης] που δημιουργήθηκε ιδιαίτερα για τους Βραζιλιάνους που ζούνε και εργάζονται στην Πορτογαλία. Καθώς η Banco do Brasil έχει τέσσερα μόνο πρακτορεία στην Πορτογαλία, υπογράφτηκε ένα πρωτόκολλο με την Banif (Banco Internacional do Funchal), μέσω του οποίου χρήματα μπορούν να κατατίθενται σε ένα λογαριασμό της Banco do Brasil μέσω του εθνικού δικτύου πρακτορείων της Banif.

Η Privat Bank που ιδρύθηκε στην Πορτογαλία πριν λιγότερο από ένα χρόνο, έχει μόνο δύο πρακτορεία που ανήκουν στην ουκρανική χρηματοοικονομική ομάδα. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που αποκομίστηκαν κατά τη διάρκειας της συνέντευξης, ένας από τους λόγους που ιδρύθηκαν στην Πορτογαλία ήταν «να παρέχουν στους Ουκρανούς μετανάστες υπηρεσίες που οι πορτογαλικές τράπεζες δεν μπορούν να παρέχουν». Αυτό σημαίνει, πάνω απ’ όλα, πίστωση για απόκτηση κατοικιών στην Ουκρανία και όχι στην Πορτογαλία.

Παρόλο που η Barclays Bank και η Deutsche Bank δεν διαθέτουν προϊόντα που προορίζονται ειδικά για τους μετανάστες, και οι δύο έχουν καμπάνιες που στοχεύουν στους αλλοδαπούς, συχνά μη-κατοίκους, με διαφορετικό κοινωνικο-οικονομικό προφίλ από τους μετανάστες στους οποίους έχουν στοχεύσει οι άλλες τράπεζες και που έχουν ήδη περιγραφεί. Οι κύριοι στόχοι τους είναι πελάτες από τις χώρες προέλευσής τους, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γερμανία αντίστοιχα, με υψηλά επίπεδα διαβίωσης, και που συχνά αναζητούν μία εξοχική κατοικία εκτός των χωρών διαμονής τους. Κατά συνέπεια, η Barclays έχει ένα δίκτυο πρακτορείων που προορίζεται ειδικά για αυτό που ονομάζουν διεθνείς πελάτες, μία τηλεφωνική γραμμή στα αγγλικά και τη δυνατότητα συμβολαίων στα αγγλικά. Η Deutsche Bank προσφέρει επίσης σε πελάτες τη δυνατότητα να υπογράψουν τα συμβόλαιά τους στα γερμανικά και η Privat Bank προσφέρει την ίδια δυνατότητα στα ρωσικά.

Ωστόσο, παρά την ύπαρξη αυτών των προϊόντων και υπηρεσιών, που χωρίς αμφιβολία αποτελεί ένα σημάδι της αυξανόμενης ελκυστικότητας των μεταναστών ως πελάτες, οι περισσότερες από τις πορτογαλικές τράπεζες δεν διαθέτουν προϊόντα, πακέτα ή καμπάνιες που να στοχεύουν ειδικά στους αλλοδαπούς πολίτες. Όταν πρόκειται για άνοιγμα ενός λογαριασμού, το να υπάρχουν προϊόντα που στοχεύουν ειδικά στους μετανάστες δεν σημαίνει απαραίτητα ότι οι τελευταίοι θα τα αναζητήσουν. Στην πραγματικότητα, κανείς από τους ερωτηθέντες μετανάστες δεν είχε γίνει συνδρομητής στα πακέτα που δημιουργήθηκαν είτε από την Millennium είτε από την BES για τους μετανάστες.

Ισπανία

Στην Ισπανία, όπως στις υπόλοιπες ανεπτυγμένες χώρες, η χρήση των τραπεζικών υπηρεσιών έχει γίνει πλέον μια αναγκαιότητα η οποία έχει καταστήσει αυτές τις υπηρεσίες, που παραδοσιακά απευθύνονταν προς τις ευκατάστατες οικονομικά ομάδες, ως βασικά αγαθά. Παρά το γεγονός αυτό, στην Ισπανία υπάρχουν πολύ λίγες εκθέσεις ή μελέτες οι οποίες αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα των μεταναστών, αναφορικά με την πρόσβαση στις τραπεζικές υπηρεσίες.

Σύμφωνα με το «Guía de Productos Financieros para Extranjeros»[45], οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι αλλοδαποί στην προσπάθειά τους να αποκτήσουν πρόσβαση στις τραπεζικές υπηρεσίες κυμαίνεται από απλή έλλειψη γνώσης των απαραίτητων προϋποθέσεων ως τα τεχνολογικά εμπόδια και την άρνηση για συγκεκριμένα προϊόντα σε κάποιες περιπτώσεις.

Δεν βρίσκονται όλοι οι αλλοδαποί στην ίδια κατάσταση, δεδομένου ότι οι πολίτες κρατών μελών της ΕΕ αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο με τους γηγενείς πολίτες. Ωστόσο, αυτό δεν ισχύει για τους πολίτες χωρών που δεν ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, για τους μη μόνιμους κατοίκους ειδικά. Μπορούμε να πούμε ότι το βασικό στοιχείο διάκρισης είναι η ύπαρξη ή όχι της άδειας διαμονής. Εξάλλου, πρέπει να προσθέσουμε μία σειρά στοιχείων που απαιτούνται εξίσου από τους γηγενείς πολίτες και τους αλλοδαπούς, τα οποία μπορεί να συνιστούν διάκριση, όπως οι επιπρόσθετες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι αλλοδαποί ως προς τις εγγυήσεις. Το πιο σύνηθες πρόβλημα είναι η απόδειξη οικονομικής ευρωστίας προκειμένου να πάρει κανείς δάνειο, κάτι πολύ δύσκολο για αυτούς που μόλις έφτασαν στη χώρα και προσπαθούν να βρούνε το δρόμο τους στο καινούργιο πλαίσιο ζωής.

Από την άλλη πλευρά, κάποια πιστωτικά ιδρύματα έχουν λανσάρει συγκεκριμένα προϊόντα για τους αλλοδαπούς, ελκύοντας συνεπώς αυτήν την ομάδα στις υπηρεσίες τους, σε μερικές περιπτώσεις, μέσω απαλλαγών στην πληρωμή προμηθειών και, σε κάποιες άλλες, προσαρμόζοντας τα προϊόντα στις ανάγκες αυτού του τομέα, μειώνοντας το κόστος στις υπηρεσίες που οι αλλοδαποί χρησιμοποιούν περισσότερο, και ιδιαίτερα οι μη-μόνιμοι κάτοικοι, καθώς και αναπτύσσοντας ηλεκτρονικά συστήματα ειδοποίησης που μειώνουν το παραδοσιακό κόστος ειδοποίησης και πληροφόρησης.

Αναφορικά με το άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών, θα πρέπει να γίνει μια διάκριση μεταξύ μόνιμων και μη-μόνιμων κατοίκων. Στην περίπτωση των μη-μόνιμων κατοίκων, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά είναι το διαβατήριο και το πιστοποιητικό κατοικίας στη χώρα όπου διαμένουν. Για την περίπτωση αλλοδαπών που διαμένουν στη χώρα, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά είναι ο Αριθμός Μητρώου Αλλοδαπού (NIE) και η άδεια παραμονής. Αυτά τα έγγραφα πρέπει να ανανεώνονται πάντα γιατί υπάρχει η περίπτωση μεταναστών που ενώ θα είχαν το δικαίωμα να ανοίξουν τραπεζικούς λογαριασμούς δεν μπορούν να το κάνουν επειδή τα έγγραφά τους έχουν λήξει.

Μία από τις υπηρεσίες που οι μετανάστες χρησιμοποιούν συχνότερα είναι η διεθνής μεταφορά χρημάτων, περισσότερο γνωστή ως αποστολή εμβασμάτων. Αυτές οι αποστολές εμβασμάτων γίνονται σε μεγάλο αριθμό περιπτώσεων μέσω ιδιωτικών μη χρηματοπιστωτικών φορέων, όπως τα «internet καφέ» («cybers»), ή ακόμα και μέσω φορέων που προσφέρουν μόνο υπηρεσίες μεταφοράς χρημάτων. Και στις δύο περιπτώσεις, οι χρεώσεις παράδοσης είναι πολύ υψηλές. Τα τελευταία χρόνια, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν εισάγει ειδικά προϊόντα για τις αποστολές εμβασμάτων, προσπαθώντας να προσελκύσουν ως πελάτες ένα μέρος του αυξανόμενου μεταναστευτικού πληθυσμού. Αυτό επίσης οδήγησε σε μείωση στις χρεώσεις για την αποστολή εμβασμάτων.

Σύμφωνα με μια έρευνα που διεξήχθη το 2007 από την Banco Interamericano de Desarrollo (BID) – Δια-αμερικανική Αναπτυξιακή Τράπεζα–, οι Λατινοαμερικανοί μετανάστες στην Ισπανία απέστειλαν 3.700 εκατομμύρια ευρώ στις χώρες τους το 2006. Κάθε φορά που στέλνουν χρήματα στις χώρες καταγωγής τους, κάτι που κάνουν περίπου 10 φορές το χρόνο, πληρώνουν μία χρέωση τεσσάρων ευρώ. Συνολικά, στέλνουν περίπου 2.700 ευρώ το χρόνο. Για το 10% των ερωτηθέντων (σε σύνολο 110 μεταναστών), η αποστολή χρημάτων στις χώρες καταγωγής τους είναι δωρεάν «γιατί είναι πελάτες τραπεζών ή ταμιευτηρίων». Σε κάθε περίπτωση, η πλειοψηφία (61%) χρησιμοποιεί χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για να πραγματοποιήσει αυτές τις συναλλαγές.

Σε ό,τι αφορά τα προσωπικά δάνεια, η πλειοψηφία των πιστωτικών ιδρυμάτων απαιτεί άδεια παραμονής και άδεια εργασίας προκειμένου να χορηγήσει τέτοιο δάνειο. Αυτό αποτελεί γενική προϋπόθεση, παρόλο που σε κάποια ιδρύματα, μπορούν και οι μετανάστες που δεν είναι μόνιμοι κάτοικοι να πάρουν προσωπικά δάνεια· για να συμβεί αυτό, τα πιστωτικά ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη την «εμπειρία» ή το ιστορικό του πελάτη, προκειμένου να εγκρίνουν ή να απορρίψουν την ενέργεια. Λαμβάνουν επίσης υπόψη κατά πόσο το άτομο είναι πελάτης του ιδρύματος, για πόσο χρονικό διάστημα, κατά πόσο το άτομο έχει ανοιχτό λογαριασμό στο ίδρυμα, καθώς και, σε πολύ ειδικές περιπτώσεις, το ζητούμενο ποσό και το εισόδημα του πελάτη.

Κατά τη διάρκεια ενός από τα εθνικά εργαστήρια που έλαβε χώρα στα πλαίσια του προγράμματος, ένας συμμετέχων που εκπροσωπούσε ένα σύλλογο προσφύγων δήλωσε ότι «επισήμως δεν υπάρχουν διακρίσεις, αλλά όταν αξιολογούν το ρίσκο, το οποίο εφαρμόζεται ισότιμα για όλους, οι μετανάστες είναι αυτοί που υστερούν λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους». Ένας εκπρόσωπος του Συλλόγου Μεταναστών ανέφερε ότι «όταν εφαρμόζουν τα ίδια κριτήρια για τους Ισπανούς και για τους μετανάστες, λογικά οι μετανάστες θίγονται περισσότερο. Θα έπρεπε να εφαρμόζουν διαφορετικά κριτήρια». Ο εκπρόσωπος ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος δήλωσε ότι: «υπάρχουν εθνικότητες που συνήθως είναι πολύ αξιόπιστες, για παράδειγμα, οι πολίτες από το Εκουαδόρ. Υπάρχουν ποιοτικά στοιχεία που τώρα αρχίζουν να λαμβάνονται υπόψη, παρόλο που είναι αλήθεια ότι αυτά τα στοιχεία άρχισαν να είναι διαθέσιμα τώρα, ύστερα από 10 χρόνια αύξησης της μετανάστευσης».

Σε ό,τι αφορά τα στεγαστικά δάνεια, στο «Εγχειρίδιο των Χρηματοπιστωτικών Προϊόντων για τους Αλλοδαπούς», οι τράπεζες διαβεβαιώνουν ότι «όταν αξιολογούν την ικανότητα πληρωμής του αιτούντος, τα πιστωτικά ιδρύματα ζητούν συνήθως τα μηνιαία προς πληρωμή ποσά να μην είναι υψηλότερα του 30-35% του δηλωμένου εισοδήματος του αιτούντος. Σε έρευνες που έχουν ήδη διεξαχθεί διαπιστώσαμε ότι κάποια ιδρύματα έχουν μειώσει αυτά τα ποσοστά στο 20% όταν πρόκειται για αλλοδαπούς.» Σε μια έρευνα που διεξήχθη από την Ausbanc, επίσης, διαπιστώθηκαν διαφορές μεταξύ των γηγενών πολιτών και των μεταναστών αναφορικά με το ποσό του δανείου, σε σχέση με τόσο με την εκτίμηση της περιουσίας όσο και την χρονική διάρκεια αποπληρωμής.

Κατά τη διάρκεια της έρευνας, έπρεπε να λάβουμε υπόψη το πώς η οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση εντεινόταν με αποτέλεσμα οι μετανάστες που συμμετείχαν στα εργαστήρια να δηλώνουν ότι ένιωθαν πως υφίστανται περαιτέρω διακρίσεις σε ό,τι αφορά την πρόσβαση τους σε τραπεζικά προϊόντα. Θέτοντάς το διαφορετικά, καθώς οι επιπτώσεις της κρίσης γίνονταν όλο και περισσότερο ορατές, οι μετανάστες είχαν μεγαλύτερη συναίσθηση του γεγονότος ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έκαναν διακρίσεις εις βάρος τους. Κατά τη διάρκεια του πρώτου εργαστηρίου, κανένας από τους μετανάστες δεν είχε δηλώσει ότι είχε βιώσει διάκριση. Κάποιοι από αυτούς διαβεβαίωσαν ότι είχαν προβλήματα να ανοίξουν τραπεζικούς λογαριασμούς όταν δεν είχαν άδεια παραμονής. Αλλά όταν την αποκτούσαν, δεν ένιωθαν πλέον ότι βίωναν διάκριση. Ωστόσο, κάποιοι από αυτούς ανέφεραν ότι «είναι πιο δύσκολο να πάρει κανείς στεγαστικό δάνειο», γιατί είναι πιο δύσκολο για αυτούς να παρέχουν τις απαιτούμενες εγγυήσεις.

Αυτό το αίσθημα ήταν εντελώς διαφορετικό στην τελευταία συνάντηση εργασίας. Όλοι οι μετανάστες υποστήριξαν ότι βίωναν διάκριση εις βάρος τους, τονίζοντας ότι, σε περιόδους κρίσης, οι πιο φτωχοί θίγονται περισσότερο. Ένας από αυτούς, εκπρόσωπος ενός συλλόγου πολιτών του Εκουαδόρ, δήλωσε ότι πολλοί μετανάστες υπέμεναν οικονομικές δυσκολίες γιατί δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στην αποπληρωμή των τραπεζικών τους δανείων, προσθέτοντας ότι «οι τράπεζες δεν εξηγούν τα ψιλά γράμματα που εμφανίζονται στα συμβόλαια. Και εξαιτίας αυτού, σήμερα το 40-50% των μεταναστών υφίσταται τις αρνητικές συνέπειες που προέρχονται από χρηματοπιστωτικά προβλήματα». Ένας άλλος συμμετέχων δήλωσε ότι τα υψηλά επιτόκια σε δάνεια που απευθύνονταν σε πολλούς μετανάστες συνιστούν διάκριση.

6. Ζητήματα / προβλήματα που αναδείχθηκαν από την έρευνα

Κύπρος

Με την εξαίρεση των μεταναστών που έχουν πολύ υψηλά εισοδήματα ή που είναι εγκατεστημένοι στην Κύπρο για μεγάλο χρονικό διάστημα, υπάρχει γενικά έλλειψη πληροφόρησης διαθέσιμης προς τους οικονομικούς μετανάστες αναφορικά με τις διαθέσιμες υπηρεσίες από τις τράπεζες, καθώς και έλλειψη ειδικών πακέτων που απευθύνονται στις ανάγκες τους.

Υπάρχουν διάφορες τραπεζικές και χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και προϊόντα για αλλοδαπούς πολίτες με μόνιμη παρουσία στην Κύπρο οι οποίοι έχουν, σύμφωνα με ορισμένες συνεντεύξεις, πρόσβαση σε οικονομικές, δανειοδοτικές και χρηματοπιστωτικές διευκολύνσεις παρεμφερείς με αυτές που παρέχονται στους Κύπριους. Οι δυσκολίες στο να αποκτήσουν εγγυήσεις και ασφάλεια για δάνεια και άλλες χρηματοπιστωτικές διευκολύνσεις μειώνονται για τους αλλοδαπούς που είναι εγκατεστημένοι μόνιμα στην Κύπρο, ιδιαίτερα για εκείνους που είναι καλύτερα εδραιωμένοι και κατέχουν δική τους ιδιοκτησία ή έχουν καλύτερες διασυνδέσεις με υψηλά αμειβόμενους και/ή ιδιοκτήτες ακίνητης περιουσίας που μπορούν να παρέχουν εγγυήσεις για αυτούς. Επιπλέον, τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα για τους εύπορους τραπεζικούς πελάτες, συμπεριλαμβανομένων και των αλλοδαπών πολιτών από τρίτες και από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίοι είναι επενδυτές, είναι επαρκώς αναπτυγμένα: υπάρχουν ειδικά πακέτα για επενδυτές ή για υψηλά αμειβόμενους και εταιρείες. Το γεγονός ότι αρκετά από αυτά τα πακέτα είναι σε αμερικάνικα δολάρια υποδεικνύει ότι οι αλλοδαποί επενδυτές (εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης) αποτελούν μια ιδιαίτερη ομάδα στόχου.

Προτού να προσχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Κύπρος υπήρξε πρωταρχικός προορισμός για υπεράκτιες εταιρείες· μετά την προσχώρηση, εξακολουθεί να προσφέρει φορολογικές ελαφρύνσεις και να έχει το χαμηλότερο καθεστώς φορολόγησης εταιρειών στην Ευρώπη. Αυτή η κατηγορία πολιτών τρίτων χωρών θα πρέπει να διακριθεί από την συντριπτική πλειοψηφία των οικονομικών μεταναστών, οι οποίοι βρίσκονται σε μια ριζικά διαφορετική κοινωνικο-οικονομική και νομική θέση: η συντριπτική πλειοψηφία των μεταναστών βρίσκονται σε ευάλωτη θέση και οι φτωχές, μη-στοχευμένες τραπεζικές και χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες που προσφέρονται αντανακλούν αυτήν την περιθωριακή τους θέση. Οι δύο αγορές είναι ξεκάθαρα διαχωρισμένες και κατατμημένες: από τη μία πλευρά, αυτοί που αμείβονται με υψηλές αποδοχές, κάποιοι από τους οποίους είναι από καιρό εγκατεστημένοι μετανάστες ή είναι επιχειρηματίες με επιχειρηματικά συμφέροντα στην Κύπρο∙ και από την άλλη πλευρά, η συντριπτική πλειοψηφία των μεταναστών οι οποίοι είναι με προσωρινή βίζα, με χαμηλό εισόδημα, χαμηλή θέση και επισφαλείς δουλειές.

Για τους οικονομικούς μετανάστες, η γλώσσα και η πρόσβαση στις σχετικές με το αντικείμενο πληροφορίες είναι ζωτικής σημασίας. Η συντριπτική πλειοψηφία των ερωτηθέντων μεταναστών αυτής της κατηγορίας ομολόγησε έλλειψη επίγνωσης των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών που προσφέρονται από τις κυπριακές τράπεζες ή άλλα ιδρύματα. Πολλοί δήλωσαν ότι η γλώσσα είναι ένα πρόβλημα: παρόλο που τα αγγλικά χρησιμοποιούνται από τις τράπεζες συμπληρωματικά με τα ελληνικά για τις βασικές υπηρεσίες, οι πληροφορίες αναφορικά με πιο πολύπλοκα προϊόντα όπως κάποια δάνεια, ποσά έναντι υποθήκης κτλ, δεν είναι πραγματικά διαθέσιμες στα αγγλικά. Ένα άλλο σχετικό θέμα είναι αυτό των ωρών εργασίας των τραπεζών: είναι ανοιχτές για το κοινό από τις 8.30 ως τις 13.00 μ.μ., από Δευτέρα ως Παρασκευή. Κατά τη διάρκεια των χειμερινών μηνών (Οκτώβριος – Απρίλιος) ανοίγουν επίσης τις Δευτέρες τα απογεύματα από τις 15.15-16.45. Αυτό το ωράριο δεν είναι βολικό για τους εργαζόμενους ανθρώπους και μπορεί να δυσχεραίνει τις προσπάθειες για εύρεση και απόκτηση προσωπικών συμβουλών ή άλλων υπηρεσιών. Εξαιρέσεις σε αυτόν τον κανόνα είναι οι διεθνείς εταιρείες μεταφοράς χρημάτων που έχουν σημεία διάθεσης σε θέσεις κλειδιά στις πόλεις που είναι ανοιχτά επίσης τις Κυριακές και τις αργίες, καθώς και μέχρι αργά το βράδυ. Διαφημίζονται σε διάφορες γλώσσες που ομιλούνται από μετανάστες και διανέμουν τις διαφημίσεις σε μέρη όπου συχνάζουν μετανάστες. Κατά συνέπεια, εξυπηρετούν τις ανάγκες των οικονομικών μεταναστών καλύτερα και χρησιμοποιούνται ευρέως από αυτούς. Αυτές οι υπηρεσίες ωστόσο, περιορίζονται στην αποστολή χρημάτων στις χώρες καταγωγής των μεταναστών και έχουν λίγο να κάνουν με την κοινωνική και οικονομική τους ενσωμάτωση στην Κύπρο.

Μία συγκριτική ανάλυση των συνεντεύξεων έδειξε ότι οι διευθυντές των τραπεζών σε κάθε υποκατάστημα και άλλοι υπάλληλοι που συναλλάσσονται με πελάτες κατέχουν ένα ευρύ περιθώριο δικαιοδοσίας, το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε πρακτικές διάκρισης εναντίον των πελατών με χαμηλό εισόδημα και ιδιαίτερα τους πιο ευάλωτους μετανάστες. Όλα τα τραπεζικά στελέχη ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει διαφορά στη μεταχείριση των οικονομικών μεταναστών και των Ευρωπαίων/Κυπρίων πολιτών. Ωστόσο, αυτό που έχει ειπωθεί από οικονομικούς μετανάστες, συμπεριλαμβανομένων και μεταναστών επιχειρηματιών, είναι ότι οι τράπεζες ακολουθούν πρακτικές που αποκλείουν και κάνουν διακρίσεις εις βάρος των μεταναστών σε σύγκριση με τους Κύπριους. Ένα ζήτημα που τέθηκε στις συνεντεύξεις από πολλούς μετανάστες ήταν το γεγονός ότι δεν μπορούσαν να αποκτήσουν δάνεια εξαιτίας τους γεγονότος ότι δεν μπορούσαν να παρέχουν τα απαραίτητα εχέγγυα, καθώς διακρίνονταν από έλλειψη του απαραίτητου δικτύου στήριξης τοπικά προκειμένου να παρέχουν τις απαιτούμενες εγγυήσεις και ασφάλεια. Ακόμα και οι Έλληνες Πόντιοι, οι οποίοι έχουν μακρύτερη παρουσία στην Κύπρο από ό,τι οι άλλες ομάδες μεταναστών και είναι επομένως ανάμεσα στους πιο τακτοποιημένους, αν και κοινωνικά είναι αποκλεισμένοι σε μεγάλο βαθμό, ανέφεραν αυτό ως ένα σημαντικό εμπόδιο. Πολλοί από αυτούς έχουν διαβατήρια από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (όπως για παράδειγμα ελληνικά διαβατήρια), ωστόσο, ένας βασικός πληροφοριοδότης που εμπλέκεται στη στήριξη των Ποντίων μεταναστών ανέφερε ως ζήτημα προτεραιότητας τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι μονίμως εγκατεστημένοι Πόντιοι μετανάστες στην απόκτηση στεγαστικών δανείων. Αναφέρθηκε ακόμη και το ότι αντιμετωπίζουν διακρίσεις καθώς λογίζονται ως αναξιόπιστα υποκείμενα από τις τράπεζες και άλλα πιστωτικά ιδρύματα.

Οι περισσότεροι επιχειρηματίες που πήραν μέρος σε συνέντευξη αναφέρθηκαν στις δικές τους δυσκολίες ώστε να αποκτήσουν την εμπιστοσύνη των τραπεζών και των πιστωτικών ιδρυμάτων. Διάφορες στερεοτυπικές αντιλήψεις σχετικά με συγκεκριμένες εθνικές ομάδες και η υποτιθέμενη αναξιοπιστία ή η τάση για έγκλημα δρουν ως αποτελεσματικά εμπόδια στην πρόσβαση σε τραπεζικές υπηρεσίες για τα μέλη των ομάδων αυτών. Από τις συζητήσεις με τραπεζικά στελέχη, είναι προφανές ότι εφαρμόζεται μια μορφή μη δεδηλωμένου ρατσιστικού φιλτραρίσματος. Οι τράπεζες μπορεί να απορρίψουν αιτήσεις για διευκολύνσεις υπέρβασης πιστωτικού ορίου, που είναι μεγάλης σημασίας για τις μικρές επιχειρήσεις, των οποίων το κύριο πρόβλημα έχει αναφερθεί ότι δεν είναι η ανάπτυξη ή η καλή διαχείριση αλλά η άρνηση από τις τράπεζες να παρέχουν τους πόρους που χρειάζονται προκειμένου να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους.

Το νομικό καθεστώς των πολιτών τρίτων χωρών – νόμιμο ή μη νόμιμο – είναι ένας μείζων παράγοντας που επηρεάζει την πρόσβαση στις τραπεζικές υπηρεσίες. Όλες οι τράπεζες, συμπεριλαμβανομένης και της Κεντρικής Τράπεζας, έχουν υπογραμμίσει ότι ενδιαφέρονται να παρέχουν υπηρεσίες χωρίς αποκλεισμούς ή διακρίσεις, αλλά μόνο σε εκείνους που είναι νόμιμα διαμένοντες. Εκείνοι που δεν είναι νόμιμα διαμένοντες αποκλείονται. Συνολικά, προϊόντα για επισφαλείς μετανάστες όχι μόνο δεν είναι αρκετά αναπτυγμένα, αλλά φαίνεται ότι υπάρχει μια πολιτική άρνησης των υπηρεσιών σε τέτοια πρόσωπα, που τα καθιστά ακόμα περισσότερο ευάλωτα και επιρρεπή σε εκμετάλλευση.

Τα κύρια προβλήματα που αναδείχτηκαν ήταν τα παρακάτω:

  • Η ανισότητα στη διαπραγματευτική δύναμη ανάμεσα στα πιστωτικά ιδρύματα και τους οικονομικούς μετανάστες, οι οποίοι συνθέτουν μία περιθωριακή ομάδα. Αυτό έχει οδηγήσει σε μια κατάσταση στην οποία τα πιστωτικά ιδρύματα δείχνουν μικρό συμφέρον στη διάδραση με την ομάδα στόχου και στην εξειδίκευση των υπηρεσιών τους προκειμένου να ανταποκριθούν στις ανάγκες τους, καθώς ο τζίρος που αυτή η ομάδα μπορεί να παράγει είναι αμελητέος με τα κριτήρια των τραπεζών, ιδιαίτερα όταν συγκρίνεται με άλλους αλλοδαπούς πελάτες.
  • Υπάρχει έλλειψη εμπιστοσύνης και κατά καιρούς φόβος απέναντι στις Αρχές από την πλευρά των μεταναστών, ιδιαίτερα των μη καταγεγραμμένων, που έχει δημιουργηθεί από τις τακτικές μαζικές απελάσεις, την πρακτική της αστυνομίας να πιάνει και να συλλαμβάνει μετανάστες σε δημόσια μέρη προκειμένου να εξακριβώσει την ισχύ της βίζας τους, κτλ. Δεν ήταν επομένως εύκολο για αυτούς να αποκαλύψουν πληροφορίες στα πρόσωπα που τους πήραν συνέντευξη, ακόμα και όταν αυτοί τους συστήθηκαν μέσω άλλων μεταναστών. Αυτό επίσης υποδηλώνει και την απροθυμία να αποκαλύψουν πληροφορίες σε αυτούς που τους πήραν συνέντευξη αναφορικά με τις πηγές και το ποσό των εισοδημάτων τους.
  • Ένα μεγάλο τμήμα των οικονομικών μεταναστών, και ιδιαίτερα αυτοί που δεν έχουν επίσημα έγγραφα, δεν χρησιμοποιούν καθόλου πιστωτικές υπηρεσίες και βρίσκονται εξ ολοκλήρου εκτός του τραπεζικού συστήματος. Η μόνη εξαίρεση είναι η χρήση των διεθνών εταιρειών μεταφοράς χρημάτων, όπως η Western Union και η Moneygram. Ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις, οι μη έχοντες επίσημα έγγραφα πρέπει να καταφύγουν σε φίλους που έχουν επίσημα έγγραφα (και, σε σπάνιες περιπτώσεις, Κύπριους) οι οποίοι θα μεταφέρουν τα χρήματα τους εκ μέρους τους.
  • Συμπληρωματικά, έχουν εκφραστεί στερεοτυπικές αντιλήψεις από τραπεζικά στελέχη σχετικά με «παράνομους» μετανάστες που είναι επιρρεπείς στην εμπορία ναρκωτικών, το ξέπλυμα χρήματος κτλ. Η σύνδεση μεταξύ των μεταναστών που χρησιμοποιούν το τραπεζικό σύστημα και των ισχυρισμών για ξέπλυμα χρημάτων φαίνεται να είναι ισχυρή σε όλες τις συζητήσεις που προέκυψαν από τις συνεντεύξεις με τραπεζικά στελέχη, συμπεριλαμβανομένης και της Moneygram, της οποίας το 80% της πελατείας είναι μετανάστες. Επιπλέον, οι μετανάστες γενικά γίνονται αντιληπτοί από τις τράπεζες ως μη αξιόπιστοι πιστωτικά, καθώς εξ αρχής θεωρούνται ότι δεν είναι σε θέση να προσφέρουν εγγυήσεις. Αυτή η προσέγγιση αποκλείει ουσιαστικά και εκείνους τους μετανάστες που μπορούν να ανταποκριθούν στα κριτήρια που θέτει το πιστωτικό ίδρυμα.

Οι πέντε τράπεζες και συνεταιρισμοί που πήραν μέρος σε συνέντευξη είναι της γνώμης ότι οι υπηρεσίες που προσφέρονται είναι επαρκείς και ότι οι μετανάστες αντιμετωπίζονται όπως οποιοδήποτε άλλο μεμονωμένο άτομο βάσει της περίπτωσής του. Καμία μελέτη δεν έχει διεξαχθεί γύρω από το θέμα, και ακόμα και οι μη κυβερνητικές οργανώσεις που στηρίζουν τους μετανάστες δεν διατηρούν συστηματικά στοιχεία, καθώς καταπιάνονται με τα άμεσα ζητήματα του καθεστώτος των μεταναστών και της διαμονής, της εύρεσης εργασίας, και των προβλημάτων που σχετίζονται με την κοινωνική πρόνοια και την κατοικία.

Ελλάδα

Οι συνεντεύξεις με τους μετανάστες χαρακτηρίζονταν από μια επαναλαμβανόμενη αναφορά σε κοινά προβλήματα. Όλοι σχεδόν οι μετανάστες, ακόμα και εκείνοι που είχαν πρόσβαση σε δάνεια και στεγαστικά δάνεια (αν και πολύ μικρό κομμάτι του δείγματος), έχουν αναφέρει προβλήματα στην επαφή τους με τράπεζες και πιστωτικά ιδρύματα. Τα πιο σημαντικά μπορούν να καταταχθούν ως τα ακόλουθα: ανεπαρκής πληροφόρηση σχετικά με υπηρεσίες και δικαιώματα∙ γλωσσικά εμπόδια και, τέλος, νομικά ζητήματα.

Το ζήτημα της έλλειψης πληροφόρησης φαίνεται να στοιχειώνει κάθε έρευνα σε κάθε θέμα σχετικό με τους μετανάστες στην Ελλάδα. Ακόμα και αν αυτός ο ισχυρισμός μπορεί να αποτελεί σε πολλές περιπτώσεις μέρος μιας στρατηγικής από την πλευρά του ερωτώμενου ατόμου προκειμένου να αποκτήσει επιπρόσθετη γνώση για τις υπάρχουσες δυνατότητες, αυτός ο ισχυρισμός δεν στερείται αλήθειας. Η συντριπτική πλειοψηφία των ερωτηθέντων μεταναστών δεν ήταν ενήμεροι ούτε για ειδικά προϊόντα που προσφέρονται από τις τράπεζες ούτε για υπηρεσίες και δικαιώματα που προσφέρονται από δημόσιους οργανισμούς. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν χρησιμοποιούν ειδικά χρηματοπιστωτικά προϊόντα και ακόμα και για τις αποστολές εμβασμάτων χρησιμοποιούν τη Western Union και τη Moneygram ή ανεπίσημους αντιπροσώπους και φίλους. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια των εθνικών εργαστηρίων του προγράμματος όταν οι εκπρόσωποι των τραπεζών παρουσίασαν προϊόντα τους που απαιτούν μικρές ή καθόλου χρεώσεις για τις αποστολές εμβασμάτων, οι εκπρόσωποι των μεταναστευτικών συλλόγων που ήταν παρόντες δήλωσαν ότι δεν είχαν γνώση αυτών των δυνατοτήτων.

Το ίδιο ισχύει και για τις υπηρεσίες που προσφέρονται από τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας. Η συντριπτική πλειοψηφία των ατόμων που πήραν μέρος σε συνέντευξη δεν είχαν επίγνωση της ύπαρξής του (κάποιοι από αυτούς τον μπέρδεψαν με τον Οργανισμό Εργατικής Εστίας (οργανισμό που απονέμει παροχές στους εργαζόμενους, όπως, νηπιαγωγεία, κέντρα νέων, φτηνές διακοπές, εισιτήρια για θέατρα κτλ.), ενώ κάποιοι από αυτούς που ήταν ενήμεροι δεν γνώριζαν ότι ανήκαν στους επιλέξιμους δικαιούχους αυτών των παροχών.

Σχετικό με το παραπάνω ζήτημα είναι το πρόβλημα της έλλειψης γνώσης της γλώσσας το οποίο, με τη σειρά του, συνθέτει στην πραγματικότητα έναν κύριο λόγο για την περιορισμένη πρόσβαση στην πληροφόρηση. Επιπλέον, έχουν αναφερθεί δυσκολίες κατά τη διάρκεια των συναλλαγών, ιδιαίτερα στη συμπλήρωση αιτήσεων για δάνεια όπου οι όροι είναι πολυάριθμοι και δύσκολο να κατανοηθούν. Παρεμφερή προβλήματα έχουν αναφερθεί επίσης από τραπεζικούς υπαλλήλους, οι οποίοι αντιμετωπίζουν κάποιες φορές δυσκολίες στο να κατανοήσουν τι ακριβώς επιθυμεί ο μετανάστης πελάτης. Είναι ενδεικτικό από αυτή την άποψη ότι ο Έλληνας Μεσολαβητής Τραπεζικών-Επενδυτικών Υπηρεσιών έχει ήδη ενασχοληθεί με περιπτώσεις, όπου αλλοδαποί έχουν υποβάλλει καταγγελίες σχετικά με συμβόλαια με τράπεζες που έχουν υπογράψει στην ελληνική γλώσσα χωρίς καμιά μετάφραση, που θα μπορούσε να τους βοηθήσει να κατανοήσουν τους προβλεπόμενους όρους. Οι περιπτώσεις αποπερατώθηκαν υπέρ των αλλοδαπών πελατών, καθώς η νομοθεσία προβλέπει ότι ένα άτομο που αντιμετωπίζει προβλήματα με την ελληνική γλώσσα έχει το δικαίωμα για διερμηνέα, το πρόβλημα ωστόσο παραμένει καθώς οι μετανάστες δεν είναι γνώστες αυτής της δυνατότητας.

Ένα άλλο ζήτημα που πάντοτε αναδεικνύεται από τους μετανάστες είναι το ζήτημα του νομικού καθεστώτος, καθώς η πρόσβαση σε χρηματοπιστωτικά προϊόντα προϋποθέτει πάντοτε σταθερό νόμιμο καθεστώς. Παρόλα αυτά, και παρά τα τρία προγράμματα νομιμοποίησης, η έκδοση και/ή ανανέωση των αδειών παραμονής δεν είναι ακόμα εύκολο πράγμα για τους μετανάστες στην Ελλάδα. Το γεγονός ότι οι ισχύουσες άδειες παραμονής σε όλη την χώρα ήταν, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του Υπουργείου Εσωτερικών, τον Αύγουστο του 2004, 672.584, και τον Οκτώβριο του 2007, 481.501 δείχνει ξεκάθαρα ότι υπάρχουν σοβαρά προβλήματα στις διαδικασία ανανέωσης. Στην πραγματικότητα, είναι αρκετά σύνηθες πολλοί μετανάστες να αποτυγχάνουν στην ανανέωση των αδειών παραμονής τους και ακολούθως να χάνουν το νόμιμό τους καθεστώς, οδηγώντας σε μία κατάσταση που ένας ερευνητής έχει ορίσει ως ‘θεσμική επισφάλεια’[46].

Παρ’ όλο που στις καθημερινές συναλλαγές οι τραπεζικοί υπάλληλοι θα έπρεπε να ζητούν μόνο διαβατήριο σε ισχύ, αρκετά συχνά από τους μετανάστες ζητείται επίσης η επίδειξη άδειας παραμονής σε ισχύ. Επιπλέον, ο εκπρόσωπος της American Bank of Albania (πλέον Intesa Sanpaolo) επιβεβαίωσε ότι η τράπεζά του «παρακολουθεί» το νομικό καθεστώς των πελατών της και όπου η άδεια παραμονής έχει λήξει, διερευνά αν ο πελάτης έχει κάνει αίτηση για ανανέωση.

Ένα άλλο ζήτημα που έχει να κάνει με τη γενικότερη μεταναστευτική πολιτική είναι η έναρξη μιας επιχείρησης. Προκειμένου να είναι σε θέση να ιδρύσει μια επιχείρηση, ο μετανάστης είναι υποχρεωμένος να αιτηθεί για ειδική άδεια παραμονής για «ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα». Μία από τις προϋποθέσεις για την απόκτηση αυτού του τύπου άδειας είναι ότι ο αιτών πρέπει να επιδείξει στοιχεία κατοχής 60.000€ που θα επενδυθούν στη νέα επιχείρηση.[47] Κατά συνέπεια, είναι πολύ δύσκολο για τους μετανάστες να αιτηθούν για δάνειο για έναρξη επιχειρηματικής δραστηριότητας, καθώς θα έπρεπε ήδη να κατέχουν ένα σημαντικό ποσό προκειμένου να έχουν το δικαίωμα να επιδοθούν σε ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα.

Ιταλία

Ενώ ο αριθμός των μεταναστών που χρησιμοποιούν διάφορες τραπεζικές υπηρεσίες αυξάνεται, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικά εμπόδια στην πρόσβαση τους στις πιστώσεις, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά δάνεια για έναρξη και εδραίωση μικρών επιχειρήσεων.

Οι πιο αντιπροσωπευτικές εθνικότητες ανάμεσα στους ερωτηθέντες μετανάστες ήταν, σε φθίνουσα σειρά, οι Μαροκινοί, οι Σενεγαλέζοι, οι Κινέζοι, οι Αλβανοί και οι Ρουμάνοι. Περίπου το 31% αυτών που ερωτήθηκαν βρίσκονταν στην Ιταλία για περισσότερα από 5 χρόνια. Αναφορικά με τη χρήση των τραπεζικών υπηρεσιών, 61% των ερωτηθέντων έχουν τραπεζικούς λογαριασμούς. Αυτό το ποσοστό είναι υψηλότερο από τον εθνικό μέσο όρο ο οποίος, σύμφωνα με μια προηγούμενη έρευνα για λογαριασμό τον εθνικό σύνδεσμο τραπεζών, ήταν 57,3%. Το ποσοστό των ερωτηθέντων που κατείχαν τραπεζικούς λογαριασμούς είναι ακόμα πιο σημαντικό λαμβάνοντας υπόψη το κομμάτι των ερωτηθέντων αυτής της έρευνας που δεν έχουν άδειες παραμονής και, ως τέτοιοι, δεν μπορούν να ανοίξουν τραπεζικούς λογαριασμούς. Αν ο αριθμός των μεταναστών που έχουν τραπεζικούς λογαριασμούς υπολογιστεί ως ποσοστό μόνο των ερωτηθέντων με άδεια παραμονής, τότε το νούμερο ανέρχεται στο 66%. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχουν μεγάλες διαφορές ανάμεσα σε διαφορετικές περιφέρειες της χώρας, καθώς και μεταξύ τοπικών περιοχών, σε σχέση με την οικονομική ανάπτυξη και τα χαρακτηριστικά του μεταναστευτικού πληθυσμού της εξεταζόμενης περιοχής.

Τα στοιχεία από τις συνεντεύξεις δείχνουν ότι η οικονομική ενσωμάτωση δε σχετίζεται σημαντικά με την εθνικότητα του ερωτηθέντος, το φύλο και το επίπεδο της αποκτηθείσας εκπαίδευσης. Οι παράγοντες κλειδιά είναι αντίθετα το επίπεδο του εισοδήματος, ο αριθμός των χρόνων παραμονής στην χώρα (οι άρτι αφιχθέντες είναι λιγότερο πιθανόν να είναι σε θέση να ανοίξουν τραπεζικούς λογαριασμούς), και ο τύπος της σύμβασης εργασίας. Αναφορικά με το τελευταίο, οι μετανάστες με μόνιμη εργασία και σύμβαση αορίστου χρόνου είναι πιο πιθανό να έχουν τραπεζικούς λογαριασμούς, ακολουθούμενοι από τους μετανάστες ελεύθερους επαγγελματίες. Αυτά τα ευρήματα επιβεβαιώνουν ότι οι πρόσφατα αφιχθέντες με χαμηλό εισόδημα και όχι τακτικές δουλειές αποτελούν την πιο μειονεκτική ομάδα σε σχέση με την πρόσβαση σε τραπεζικές και άλλες χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες.

Το φύλο δε φαίνεται να είναι καθοριστικός παράγοντας αναφορικά με την πρόσβαση στις τραπεζικές υπηρεσίες, παρ’ όλο που είναι πιο σημαντικό από ότι η εθνικότητα η οποία, βάσει των στοιχείων από τις συνεντεύξεις, φαίνεται να έχει μηδαμινή σημασία σχετικά με την πρόσβαση στις τραπεζικές υπηρεσίες. Αυτή είναι μια σημαντική πληροφορία που επιβεβαιώνεται επίσης και από τις ποιοτικές συνεντεύξεις με μετανάστες επιχειρηματίες και που συνολικά έρχεται σε αντίθεση με την άποψη που εξέφρασαν κάποια τραπεζικά στελέχη ότι οι διάφορες μεταναστευτικές ομάδες έχουν διακριτές και διαφορετικές χρηματοπιστωτικές συμπεριφορές, που καθορίζονται από «την κουλτούρα των χωρών καταγωγής τους» και, ως τέτοιες, κάποιες είναι πιο αξιόπιστες ως τραπεζικοί πελάτες από ό,τι άλλοι. Αντίθετα με αυτόν τον τύπο γνώμης, μόνο δύο από τους 23 ερωτηθέντες επιχειρηματίες από μουσουλμανικές χώρες ανέφεραν τη θρησκεία ως παράγοντα στην απόφαση να ανοίξουν ή όχι έναν λογαριασμό σε τοπική τράπεζα.

Αναφορικά με τα έγγραφα που απαιτούνται από τις τράπεζες για το άνοιγμα ενός τρεχούμενου λογαριασμού, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, οι ερωτηθέντες είπαν ότι αυτά δεν φαίνεται να διαφέρουν από τα εκείνα που απαιτούνται από όλους τους πιθανούς πελάτες. Ωστόσο, περίπου το 11% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι τους ζητήθηκε να επιδείξουν εκκαθαριστικά μισθοδοσίας συμπληρωματικά με τα άλλα έγγραφα, ενώ το 13% έπρεπε να κάνει μια αρχική κατάθεση στο λογαριασμό. Από μια διαφορετική σκοπιά, 8% των ερωτηθέντων ήταν σε θέση να ανοίξει τρεχούμενους λογαριασμούς αλλά τους αρνήθηκαν άλλες βασικές υπηρεσίες που συνήθως συνδέονται με τρεχούμενους λογαριασμούς (χρεωστική κάρτα, πιστωτική κάρτα και μπλοκ επιταγών). Αυτά τα ευρήματα επιβεβαιώνουν ότι δεν υπάρχουν νομικά εμπόδια σε βασικές τραπεζικές υπηρεσίες (αποταμιευτικοί και τρεχούμενοι λογαριασμοί και συναφείς υπηρεσίες) παρ’ όλο που οι πρόσθετες προϋποθέσεις που ζητούνται από κάποιες τράπεζες και οι περιορισμοί όπως τρεχούμενοι λογαριασμοί χωρίς μπλοκ επιταγών κτλ. συνιστούν μια λιγότερο ευνοϊκή διαφοροποιημένη μεταχείριση. Με άλλα λόγια, ενώ η αρχική πρόσβαση στις τραπεζικές υπηρεσίες είναι ελεύθερη, οι συνθήκες και η ποιότητα των υπηρεσιών που λαμβάνονται επηρεάζονται από εσωτερικούς κανονισμούς, που σε κάποιες περιπτώσεις, αποτελούν εμμέσως διάκριση ενάντια στους μετανάστες. Ένα αποτέλεσμα παρόμοιων κανονισμών είναι ότι κρατούν μακριά από την προσπάθεια χρήσης τραπεζικών υπηρεσιών τους μετανάστες με χαμηλό εισόδημα και προσωρινή εργασία, επιδρώντας έτσι αρνητικά στις δυνατότητές τους για δραστήρια ενσωμάτωση, τουλάχιστον οικονομική, στην κοινωνία.

Ένα άλλο πρόβλημα που αναδείχθηκε από την έρευνα αφορά στην πρόσβαση σε τραπεζικά δάνεια, ιδιαίτερα για έναρξη και επέκταση επιχειρήσεων, πράγμα που αποτελεί ιδιαίτερα σοβαρή πρόκληση για τις μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις. Το μεγαλύτερο τμήμα πίστωσης που αποκτάται από τους ερωτηθέντες είναι υπό τη μορφή καταναλωτικών ή στεγαστικών δανείων, ενώ το ποσοστό των δανείων για έναρξη ή εδραίωση επιχείρησης είναι πολύ μικρό.

Εκ πρώτης όψεως, η εικόνα μοιάζει θετική καθώς δεν υπάρχουν αρνήσεις στη χορήγηση δανείων που να οφείλονται σε προκατάληψη. Ωστόσο, μία πιο προσεκτική ματιά στα εχέγγυα που ζητούνται από τις τράπεζες σύμφωνα με τους ερωτηθέντες, υποδεικνύει μία ευρύτερη επιλεκτικότητα από την πλευρά των τραπεζών, η οποία εκφράζεται και από το υψηλό ποσοστό των περιπτώσεων όπου απαιτούνται προσωπικές εγγυήσεις (26,5%) ή εγγυήσεις από Ιταλούς πελάτες (7,3%), προκειμένου να χορηγήσουν δάνεια σε μετανάστες. Στο 5% των περιπτώσεων, έχει απαιτηθεί από τους αιτούντες να λάβουν επιπλέον μια ασφαλιστική κάλυψη ενάντια στο ρίσκο της μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων πληρωμής. Εν μέρει λόγω αυτών των συνθηκών, οι σχέσεις με τις τράπεζες παραμένουν δύσκολες. 23 από τους 56 επιχειρηματίες που πήραν μέρος σε συνέντευξη δεν είχαν απευθυνθεί σε καμία τράπεζα για δάνειο∙ αντίθετα, είτε χρησιμοποίησαν προσωπικούς χρηματοοικονομικούς πόρους είτε δανείστηκαν από φίλους και οικογένεια. Ένα κοινό συμπέρασμα μεταξύ πολλών τέτοιων επιχειρηματιών είναι ότι είναι ανώφελη η αίτηση για δάνεια, καθώς οι τράπεζες δε θα δανείσουν σε μετανάστες-ιδιοκτήτες επιχειρήσεων οι οποίοι δεν είναι καλά τακτοποιημένοι, ιδιαίτερα εν τη απουσία περιουσίας η οποία θα μπορούσε να εξυπηρετήσει ως εχέγγυο.

Δεν είναι εύκολο να διακριθεί αν οι πρόσθετες εγγυήσεις που απαιτούνται είναι εξαιτίας της μεταναστευτικής καταγωγής του αιτούντος ή λόγω των παραγόντων ρίσκου που συνδέονται με άλλα προσωπικά χαρακτηριστικά του αιτούντος ή με τον τύπο και την ποιότητα της επιχείρησης για την οποία απαιτείται το δάνειο. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι, σύμφωνα με τους ερωτηθέντες, υπάρχει υψηλή διαφοροποίηση στη συμπεριφορά των τραπεζών: σε κάποιους έχουν αρνηθεί μικρά δάνεια των 20.000 ευρώ, ενώ σε άλλους έχουν διαθέσει μεγαλύτερα ποσά (στηριζόμενες) σε μια βάση εμπιστοσύνης. Το πιο σημαντικό πράγμα, πέρα από τις δεδηλωμένες πολιτικές της τράπεζας και τους γραπτούς κανονισμούς, φαίνεται να είναι η προσωπική σχέση που έχει δημιουργηθεί μεταξύ ενός αιτούντος για δάνειο και του διευθυντή του τραπεζικού υποκαταστήματος.

Οι δυσκολίες της πρόσβασης στην πίστωση όχι μόνο επιβραδύνουν την ανάπτυξη των μεταναστευτικών επιχειρήσεων, αλλά και έχουν ευρύτερο αρνητικό αντίκτυπο στην ενσωμάτωσή τους. Πολλοί επιχειρηματίες αναγκάζονται, στις επικρατούσες περιστάσεις, να αποταμιεύσουν σε ποσοστό πέραν των δυνατοτήτων των εισοδημάτων τους, προκειμένου να συγκεντρώσουν το απαραίτητο κεφάλαιο για επένδυση. Αυτή η «αναγκαστική αποταμίευση» επιτυγχάνεται με το κόστος της περικοπής άλλων εξόδων που επηρεάζουν την ποιότητα ζωής σε σχέση με τη στέγαση, τον ελεύθερο χρόνο, την πολιτιστική και κοινωνική ζωή μέσα στις τοπικές τους κοινότητες. Εξάλλου, το να είναι αναγκασμένοι να βασίζονται στα προσωπικά τους κοινωνικά δίκτυα προκειμένου να αποκτήσουν πίστωση ενθαρρύνει, με τη σειρά του την εξάρτηση, η οποία κάποιες φορές μπορεί να οδηγήσει σε πρακτικές εκμετάλλευσης που μπορούν να βλάψουν σοβαρά τον επιχειρηματία. Έτσι, ακόμα και όταν καταφέρουν –όπως πολλοί όλο και περισσότεροι το κάνουν σε πολλές περιπτώσεις– να ξεκινήσουν και αναπτύξουν τις επιχειρήσεις τους, τέτοιες οικονομικές επιτυχίες δεν συνοδεύονται από μια επαρκή διαδικασία κοινωνικής και προσωπικής χειραφέτησης στα καινούργια πλαίσια.[48]

Οι υψηλοί δείκτες πληρωμής από τους μετανάστες-πελάτες που έχουν αναφερθεί από πολλά τραπεζικά στελέχη στις συνεντεύξεις, θα έπρεπε να καθησυχάζουν τις τράπεζες και να συνεισφέρουν στη μείωση των εμποδίων στην πίστωση που περιγράφτηκαν παραπάνω. Αναφορικά με τους ερωτηθέντες οι οποίοι πήραν δάνειο κατά την περίοδο των συνεντεύξεων, το 96% το είχε ξεπληρώσει πλήρως και από αυτούς, περίπου το 10% είχε πληρώσει με κάποια καθυστέρηση ενώ μόνο το 1% δήλωσε ότι δεν είχε εκπληρώσει τις οικονομικές του υποχρεώσεις την ώρα της συνέντευξης και 3% δεν απάντησε σε σχετικές ερωτήσεις.

Ανάμεσα στους παράγοντες οι οποίοι ευνοούν την αγορά ενός σπιτιού στην Ιταλία είναι η σχετική άνεση στην πρόσβαση σε στεγαστικά δάνεια, το υψηλό κόστος των ενοικίων και η μειωμένη προσφορά σπιτιών προς ενοικίαση σε επιδοτούμενο κόστος. Ενώ, από τη μια πλευρά, η υψηλότερη ζήτηση για στεγαστικά δάνεια είναι ένδειξη θετικής ενσωμάτωσης, από την άλλη πλευρά, η έρευνα αποκαλύπτει μία λιγότερο θετική πλευρά. Για πολλούς μετανάστες, το να αγοράσουν σπίτι αποτελεί τη μόνη δυνατότητα να αποκτήσουν ασφαλή ενσωμάτωση ως προς τη στέγαση και τη μονιμότητα, εξαιτίας της διάκρισης που αντιμετωπίζουν στην αγορά των ενοικίων και της αβεβαιότητας αναφορικά με το μέλλον τους, λόγω αλλαγών της οικονομικής, νομικής και πολιτικής κατάστασης.

Λόγω της έλλειψης οικονομικών πόρων, σχεδόν όλοι οι ερωτηθέντες που είχαν αποκτήσει στεγαστικά δάνεια, έπρεπε να κάνουν αίτηση για δάνειο που να καλύπτει το 100% του κόστους της οικίας, με υψηλές μηνιαίες δόσεις και μεγάλες περιόδους αποπληρωμής, 25 χρόνων και πάνω. Αυτή η κατάσταση δεν διαφέρει από αυτήν των Ιταλών πελατών με χαμηλό εισόδημα. Παρ’ όλα αυτά, στην περίπτωση των μεταναστών, αξίζει να διερευνηθεί κατά πόσον οι τράπεζες παρέχουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες ή κατά πόσο, σε κάποιες περιπτώσεις, εκμεταλλεύονται τα γλωσσικά εμπόδια, την ευάλωτη θέση και το χαμηλό επίπεδο πληροφόρησης που μπορούν να έχουν οι πελάτες. Οι περισσότεροι από τους ερωτηθέντες μετανάστες δεν έκριναν ως επαρκή την πληροφόρηση που έλαβαν από τις τράπεζες για τις συνέπειες ενός σταθερού ή κυμαινόμενου δείκτη επιτοκίου, για τις συνθήκες αποπληρωμής των στεγαστικών δανείων και για τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί αναφορικά με την επαναδιαπραγμάτευση των αρχικών όρων.

Οι μετανάστες είναι γενικά σε μια ιδιάζουσα μειονεκτική κατάσταση λόγω των γλωσσικών δυσκολιών, της χαμηλής γνώσης του ιταλικού τραπεζικού συστήματος, της έλλειψης ενός κοινωνικού δικτύου στήριξης, των πολλών ωρών εργασίας που αφήνουν λίγο χρόνο για την συγκέντρωση των διαθέσιμων σχετικών πληροφοριών και την διεκπεραίωση της απαραίτητης γραφειοκρατικής δουλειάς. Αυτή η κατάσταση οδηγεί σε μια πολύ υψηλή ζήτηση για υπηρεσίες μεσολαβητών για ευκολότερη πρόσβαση στην πίστωση. Από τους 30 ερωτηθέντες επωφελούμενους στεγαστικών δανείων στο Μιλάνο, τη Ρώμη και τη Βερόνα, οι 17 στράφηκαν σε ιδιωτικές εταιρίες για να τους βοηθήσουν να αντιμετωπίσουν τη γραφειοκρατία. Η ζήτηση για στήριξη από τους μετανάστες που ζητούν να αποκτήσουν στεγαστικά δάνεια ικανοποιείται αυτήν τη στιγμή από κερδοσκοπικές εταιρείες όπως οι κτηματομεσίτες και αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μια διαστρέβλωση της αγοράς και μια σημαντική αύξηση του κόστους των δανείων. Μερικά πρακτορεία όπως τα ανωτέρω προσλαμβάνουν υπεργολάβους μεταναστευτικής προέλευσης που αναζητούν πελάτες ανάμεσα σε άτομα της ίδιας εθνικότητας και λαμβάνουν προμήθεια για κάθε επιτυχές νέο συμβόλαιο.

Πορτογαλία

Τα κύρια ζητήματα στην ανάλυση της πρόσβασης των μεταναστών σε τραπεζικά προϊόντα και υπηρεσίες, συγκριτικά με τους Πορτογάλους πολίτες, σχετίζονται με τη διαφοροποιημένη πρόσβαση των μεταναστών σε πιο πολύπλοκα προϊόντα, όπως η πίστωση, αλλά και σε βασικές τραπεζικές υπηρεσίες, όπως για παράδειγμα ένας τρεχούμενος λογαριασμός χωρίς υπέρβαση πιστωτικού ορίου. Παρ’ όλο που η πλειοψηφία των μεταναστών που ζούνε στην Πορτογαλία έχει τραπεζικούς λογαριασμούς, η πρόσβαση σε αυτούς δεν είναι ξεκάθαρη. Στην Πορτογαλία, το άνοιγμα ενός τραπεζικού λογαριασμού πρέπει να κατανοηθεί στα πλαίσια της δεσμευτικής με συμβόλαιο ελευθερίας, καθώς, αντίθετα με ό,τι παρατηρείται σε άλλες χώρες, οι τράπεζες δεν είναι υποχρεωμένες να ανοίξουν λογαριασμό ή να αιτιολογήσουν την άρνηση ανοίγματος. Οι κύριες δυσκολίες στο άνοιγμα ενός λογαριασμού μπορεί να συνοψιστούν σε δύο πλευρές: τη γραφειοκρατία και την προκατάληψη.

Η εφαρμογή των ευρωπαϊκών οδηγιών σχετικά με το ξέπλυμα χρήματος και την τρομοκρατία[49] οδήγησε στην εισαγωγή νέας νομοθεσίας στην Πορτογαλία. Η Ανακοίνωση 11 του 2005 της Τράπεζας της Πορτογαλίας καθιέρωσε νέα κριτήρια στο άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών, προκειμένου να «εξακριβώνεται με σαφήνεια η ταυτότητα του ενεργού επωφελούμενου». Αυτό που κατανοούμε από την πλευρά μας είναι ότι η τελευταία σημείωση της ευρωπαϊκής οδηγίας (η ανάγκη να λαμβάνονται υπόψη διαφορετικοί τύποι πελατών, επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, συναλλαγών και προϊόντων) δεν έχει ληφθεί υπόψη στην ενσωμάτωση της κοινοτικής οδηγίας στο πορτογαλικό νομικό και χρηματοοικονομικό σύστημα. Ένας αριθμός διαδικασιών που αυξάνουν τη ζήτηση εγγράφων και πιστοποιημένων προσωπικών πληροφοριών έχουν εφαρμοστεί αδιακρίτως σε όλους τους τύπους πελατών. Πιο συγκεκριμένα, από την Ανακοίνωση 11 του 2005 ορίζεται κατηγορηματικά ότι το χρηματοοικονομικό ίδρυμα πρέπει να ζητάει από τον πελάτη να παρέχει αποδείξεις για το όνομά του, την ημερομηνία γέννησης και την εθνικότητά του, τα οποία μπορούν να γίνουν μέσω οποιουδήποτε εγγράφου ταυτοποποίησης σε ισχύ σύμφωνα με τον πορτογαλικό νόμο: ταυτότητα, διαβατήριο ή άδεια παραμονής για κατοίκους, και ταυτότητα ή διαβατήριο, ή οτιδήποτε αντίστοιχο, για μη κατοίκους. Η Ανακοίνωση ζητά επίσης τον αριθμό φορολογικού μητρώου, πιστοποιητικό διεύθυνσης, επαγγέλματος και εργοδότη∙ τα δύο τελευταία είναι εξαιρετικά προβληματικά έγγραφα για τους μετανάστες.

Σε αυτό το πλαίσιο, είναι πολύ προβληματικό για τους μετανάστες να κατέχουν όλα τα έγγραφα που απαιτούνται από την Ανακοίνωσης. Δευτερευόντως, υπάρχουν αντιφατικές ερμηνείες της Ανακοίνωσης 11, γεγονός που αφήνει μεγάλο περιθώριο εφαρμογής επιλεκτικών κριτηρίων από πλευράς των τραπεζών. Τα κύρια προβλήματα εντοπίστηκαν στην ερμηνεία του «σε ισχύ εγγράφου ταυτοποίησης». Κάποιες τράπεζες ανοίγουν λογαριασμούς σε μετανάστες χωρίς έγγραφα διαμονής, ενώ άλλες ζητούν άδεια παραμονής σε ισχύ, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις ζητούνται επίσης από τους πελάτες έγγραφα τα οποία δεν διευκρινίζονται στην Ανακοίνωση 11: έγγραφα που μπορεί να κυμαίνονται από εκκαθαριστικά τραπεζικών λογαριασμών αναφορικά με άλλους λογαριασμούς μέχρι δήλωση διεύθυνσης στη χώρα καταγωγής του μετανάστη.

Εκτός από τα γραφειοκρατικά εμπόδια, η ελάχιστη κατάθεση προκειμένου να ανοιχθεί ένας λογαριασμός μπορεί επίσης να αποτελέσει εμπόδιο. Συναντώνται διάφορες πρακτικές σε ό,τι αφορά την ελάχιστη κατάθεση. Αυτές οι πρακτικές, διαφέρουν όχι μόνο από τράπεζα σε τράπεζα, αλλά και μεταξύ των καταστημάτων της ίδιας τράπεζας και, σε κάποιες περιπτώσεις, ακόμα και στο ίδιο το κατάστημα. Σε αυτήν την περίπτωση, δεν βρισκόμαστε απλά μπροστά σε διαφορετικές ερμηνείες των νομικών απαιτήσεων για το άνοιγμα ενός λογαριασμού, αλλά αντιμετωπίζουμε πιθανές περιπτώσεις διάκρισης. Στις συνεντεύξεις και κατά τη διάρκεια των εργαστηρίων, αναφέρθηκε αριθμός περιπτώσεων στις οποίες ζητήθηκαν από τα άτομα διαφορετικά ποσά ελάχιστης κατάθεσης. Για παράδειγμα, ένας αντιπρόσωπος μιας μεγάλης πορτογαλικής τράπεζας επιβεβαίωσε ότι τα υποκαταστήματα της τράπεζας που βρίσκονται σε περιοχή που είναι γνωστή ως ζώνη πορνείας, ζήτησαν ελάχιστο ποσό κατάθεσης 3000 ευρώ από κάποιες Βραζιλιάνες γυναίκες (οι οποίες θεωρούνταν ότι ήταν πόρνες) προκειμένου να ανοίξουν λογαριασμό (η επισήμως ορισμένη ελάχιστη κατάθεση είναι 250 ευρώ), και ακόμα ειδοποίησε γειτονικά καταστήματα διαφόρων τραπεζών όταν υποτιθέμενες πόρνες προσπάθησαν να ανοίξουν λογαριασμούς.

Η κατάσταση και τα εμπόδια που σχετίζονται με την πρόσβαση στην πίστωση είναι δυσκολότερο να μετρηθούν. Οι τράπεζες διατηρούν τα κριτήρια εκτίμησης του ρίσκου κρυφά και έτσι είναι αδύνατο στις περιπτώσεις αξιολόγησης, που παρουσιάζουν πάντα κάποιο βαθμό υποκειμενικότητας, να καταλάβουμε ποιοι παράγοντες λαμβάνονται πραγματικά υπόψη στην αξιολόγηση του ρίσκου και ποιο το σχετικό τους βάρος. Παρ’ όλα αυτά, είναι ευρέως αποδεκτό ότι η έλλειψη μόνιμης άδειας παραμονής, συμβάσεων εργασίας με σταθερούς όρους, ασταθείς δουλειές, τέτοιου είδους θέση εργασίας, φτωχή γνώση της εθνικής γλώσσας ή συχνή αλλαγή διεύθυνσης, ή ακόμα και ταχυδρομικού κώδικα, μπορούν να καταστήσουν την πρόσβαση στην πίστωση πιο δύσκολη ή πιο ακριβή. Αυτοί οι παράγοντες επηρεάζουν δυσανάλογα ομάδες του πληθυσμού και οι μετανάστες ανήκουν σε αυτούς που επηρεάζονται περισσότερο. Αυτός ο τύπος ανάλυσης μπορεί επίσης να κάνει τους μετανάστες μια περισσότερο «ανεπιθύμητη» ή μάλλον «ριψοκίνδυνη» ομάδα για άλλες τραπεζικές υπηρεσίες και όχι απλά να καθορίσει κατά πόσο θα χορηγηθεί ή όχι η πίστωση.

Τρία προβλήματα ξεχωρίζουν ιδιαίτερα στη συγκεκριμένη περίπτωση της πρόσβασης των μεταναστών στην πίστωση: η εθνικότητα, η διάρκεια της άδειας διαμονής και ο εγγυητής. Αποτελεί κοινή πρακτική στην Πορτογαλία το να ζητούνται εγγυητές στην περίπτωση, για παράδειγμα, στεγαστικού δανείου. Κάποιοι μετανάστες ανέφεραν ότι τους αρνήθηκαν στεγαστικό δάνειο επειδή δεν είχαν χρηματοδότες, ενώ σε άλλους επειδή είχαν αλλοδαπούς εγγυητές (με μόνιμη κατοικία στην Πορτογαλία). Παρόλο που τα στεγαστικά δάνεια συνήθως απαιτούν μόνιμη κατοικία, για άλλους τύπους πίστωσης (καταναλωτικά ή επιχειρηματικά δάνεια, για παράδειγμα), η διάρκεια και ο τύπος της άδειας παραμονής αποτέλεσαν εμπόδια στην πρόσβαση στην πίστωση. Οι προσωρινές άδειες παραμονής (που ισχύουν για δύο ή τρία χρόνια) μπορεί να οδηγήσουν σε απόρριψη της πίστωσης. Στην περίπτωση που χορηγούνται, η περίοδος απόσβεσης μπορεί κάποιες φορές να περιορίζεται στην έκταση της άδειας παραμονής. Τέλος, είναι αναγκαίο να γίνει αναφορά στο ζήτημα της εθνικότητας και στον επακόλουθο ρόλο της στην εκτίμηση του ρίσκου.

Η πλειοψηφία των τραπεζών που πήραν μέρος σε συνέντευξη δήλωσαν ότι δεν συμπεριλαμβάνουν την εθνικότητα στα κριτήρια εκτίμησης του ρίσκου. Ωστόσο, δύο από αυτές έκριναν ότι η εκτίμηση του καθεστώτος του μετανάστη οδηγούσε σε μια πιο «προσεκτική» ανάλυση. Μία άλλη τράπεζα σχεδίασε ένα «πλέγμα εμπιστοσύνης» ειδικά για τους μετανάστες. Από την ύπαρξη ενός τέτοιου εργαλείου, μπορούμε να συμπεράνουμε δύο πράγματα: από τη μία πλευρά, η δημιουργία ενός ειδικού εργαλείου για τους μετανάστες αποτελεί αναγνώριση της δυσκολίας που έχει αυτός ο πληθυσμός σε σχέση με την πρόσβαση στην πίστωση∙ από την άλλη πλευρά, και παράλληλα με τη στατιστική ανάλυση, υπάρχει κάποια αυτονομία από την πλευρά των τραπεζοϋπαλλήλων και των διευθυντών να αξιολογούν κάθε αίτημα στη βάση της κάθε μεμονωμένης περίπτωσης. Μέσω αυτού του εργαλείου, η «ενσωμάτωση» των μεταναστών αξιολογείται στη βάση ενός αριθμού παραγόντων που περιλαμβάνουν την οικογενειακή σύνθεση του μετανάστη, την φοίτηση σε σχολείο των παιδιών του στην Πορτογαλία, τον τύπο της σύμβασης εργασίας. Αυτές οι μεταβλητές εξυπηρετούν τον σκοπό της αξιολόγησης της σχέσης του μετανάστη με τη χώρα (πρωτίστως αν έχει εγκατασταθεί στη χώρα ή αν είναι προσωρινός εργαζόμενος) και, επομένως, μειώνουν το περιθώριο ρίσκου.

Για την πλειοψηφία των τραπεζικών ιδρυμάτων, το ζήτημα της επενδυτικής πίστωσης (υπό τη μορφή δανείων για επένδυση σε επιχείρηση) είναι ακόμα πιο πολύπλοκο από ό,τι τα στεγαστικά δάνεια. Δύο ζητήματα παίζουν θεμελιώδη ρόλο σε αυτήν τη διαδικασία: από οικονομικής πλευράς, η ύπαρξη ή όχι (και το ποσοστό) της προκαταβολής και τα στερεότυπα που σχετίζονται με την εικόνα του μετανάστη. Συνήθως, ένα μεγαλύτερο ποσοστό προκαταβολής σε δάνεια απαιτείται από τους μετανάστες (ιδιαίτερα από εκείνους που ξεκινούν μια μικρή επιχείρηση), για δύο λόγους. Από τη μία πλευρά, εξαιτίας της ιδέας ότι ο μετανάστης μπορεί να περνάει από τη χώρα και να μην επιθυμεί να εγκατασταθεί επ’ αόριστον, παράγοντας σημαντικός σε ένα πλαίσιο οικονομικής κρίσης. Από την άλλη πλευρά, η ιδέα πως αυτός ή αυτή μπορεί να μην γνωρίζει την αγορά ή μπορεί να έχει κάποια προβλήματα στη συναλλαγή του με τους πελάτες, ιδιαίτερα στην περίπτωση καταστημάτων, όπου η γνώση της γλώσσας θεωρείται σημαντική. Αυτό το είδος των κριτηρίων καθιστά όχι μόνο δύσκολο για τους μετανάστες να ξεκινήσουν νέες επιχειρήσεις (σε αντίθεση με την πρόσβαση σε δάνεια για την ανάπτυξη ήδη υπαρχουσών επιχειρήσεων), αλλά και αποκαλύπτει έναν αριθμό υποκειμενικών παραγόντων που σχετίζονται με την εκτίμηση του ρίσκου που βασίζονται σε εθνικά στερεότυπα, των οποίων η βαρύτητα δεν μπορεί να μετρηθεί με ακρίβεια και τα οποία μπορεί να επηρεάζουν, για παράδειγμα, την επίδοση των μεταναστών όσον αφορά στην «ενσωμάτωση» ή την «μεταναστευτική τροχιά» τους.

Ισπανία

Όπως έχουμε ήδη πει σε προηγούμενο κεφάλαιο, η μετανάστευση στην Ισπανία έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, αριθμώντας περισσότερο από 10% του συνολικού μόνιμου πληθυσμού. Αυτό έχει επιφέρει μια ουσιαστική αλλαγή στη στάση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων απέναντι σε αυτήν την ομάδα. Έτσι, έχουν περάσει από το να μην επιδεικνύουν οποιοδήποτε ενδιαφέρον για τους μετανάστες ως πελάτες και να τους χαρακτηρίζουν ως πελάτες με υψηλό ρίσκο, στο να σχεδιάζουν επιχειρηματικές στρατηγικές και ειδικά προϊόντα για να τους προσελκύσουν ως πελάτες.

Αυτή η αλλαγή έχει προκληθεί τόσο από την αύξηση του μεταναστευτικού πληθυσμού όσο και από τη βεβαιότητα ότι μπορούν να έχουν δοσοληψίες με αυτούς τους πελάτες. Η έναρξη αυτής της αλλαγής πρέπει να βρίσκεται στο σημείο όπου τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα συνειδητοποίησαν το υψηλό ποσό χρημάτων που αυτή η ομάδα συναλλάσσεται υπό τη μορφή «εμβασμάτων».

Μία από τις μεγάλες ισπανικές τράπεζες, η La Caixa έχει ένα «τμήμα για νέους κατοίκους» από το 2003, με ένα άτομο υπεύθυνο για κάθε αυτόνομη περιοχή. Ο σκοπός αυτού του τμήματος είναι να δημιουργήσει ένα δίκτυο από υποκαταστήματα που έχουν επίγνωση της σημαντικότητας των μεταναστών ως ομάδας. Και μία από τις δραστηριότητες που οργάνωσαν ήταν ένα συνέδριο συνειδητοποίησης, εμπλέκοντας προσωπικό από τα γραφεία τους που βρίσκονται στις περιοχές με υψηλό αριθμό μεταναστών.

Το κύριο πρόβλημα που έχουν οι μετανάστες σε αυτόν τον τομέα είναι αυτό της πρόσβασης σε έναν τραπεζικό λογαριασμό. Χωρίς την κάρτα παραμονής, είναι σχεδόν αδύνατο να ανοίξουν τραπεζικό λογαριασμό. Έτσι, άνθρωποι που βρίσκονται σε αυτήν την κατάσταση, είναι καταδικασμένοι να ζούνε μία κοινωνική κατάσταση αποκλεισμού από την οποία είναι πολύ δύσκολο να βγούνε. Στις μέρες μας, είναι αναγκαίο να έχει κανείς έναν τραπεζικό λογαριασμό προκειμένου να έχει δύναται να εκπληρώσει ζωτικές ανάγκες, όπως, η παροχή νερού, ρεύματος ή κατοικίας. Προκειμένου να μπορούν να υπογράψουν ένα συμβόλαιο για οποιαδήποτε από αυτές τις υπηρεσίες, πολλοί από τους παρόχους και τους μεσίτες και/ή τους ιδιοκτήτες ζητούν οι πληρωμές να γίνονται μέσω τραπεζικών λογαριασμών. Και, ως αποτέλεσμα, πολλοί μετανάστες χωρίς κάρτα παραμονής χρησιμοποιούν για τις οικονομικές τους συναλλαγές τραπεζικούς λογαριασμούς κάποιων γνωστών ή συγγενών τους. Με τον τρόπο αυτό, κάποιοι τραπεζικοί λογαριασμοί γίνονται λογαριασμοί μιας κοινότητας ανθρώπων υπό το όνομα ενός μετανάστη, παρόλο που στην πραγματικότητα χρησιμοποιούνται από διάφορους ανθρώπους, με όλα τα προβλήματα, ακόμα και νομικά, στα οποία μπορεί να οδηγήσει μία τέτοια κατάσταση.

Προφανώς, οι άνθρωποι που δεν μπορούν να ανοίξουν τραπεζικούς λογαριασμούς δεν μπορούν να επωφεληθούν από πιστωτικές και χρεωστικές κάρτες ή από προσωπικά και στεγαστικά δάνεια που συνδέονται αναγκαστικά με την ύπαρξη ενός λογαριασμού. Ένα άλλο από τα σημαντικά ζητήματα που εντοπίσαμε είναι αυτό της πρόσβασης σε δάνεια τόσο για τους επιχειρηματίες που θέλουν να ξεκινήσουν μια επιχείρηση, όσο και για τους ανθρώπους που επιθυμούν να αγοράσουν κατοικία. Ένα στέλεχος από την La Caixa δήλωσε ότι «προτού δώσουμε πιστώσεις, εκτιμούμε πλευρές όπως την καταγωγή του ατόμου. Είναι ευκολότερο να δοθεί πίστωση σε έναν Νοτιο-Αμερικανό ο οποίος τείνει περισσότερο στο να επανενώσει την οικογένειά του/της, παρά σε έναν Μαροκινό ο οποίος τείνει περισσότερο στο να γυρίσει στην πατρίδα του».

Και εδώ έχουμε ένα άλλο από τα μεγάλα προβλήματα της μετανάστευσης: οι τραπεζικές υπηρεσίες παρέχονται από ιδιωτικά ιδρύματα, των οποίων πρωταρχικός στόχος είναι κερδίσουν χρήματα, όσο περισσότερα τόσο το καλύτερο, και των οποίων το σύστημα πρόσβασης στις υπηρεσίες που παρέχουν μπορεί να τους οδηγήσει στη λήψη αποφάσεων που υποκρύπτουν διακριτική μεταχείριση, ενώ προστατεύουν τους εαυτούς τους με βάση επιχειρηματικά κριτήρια. Με άλλα λόγια, μπορεί να συμβεί το εξής με δύο μετανάστες στην ίδια κατάσταση, ο ένας από το Εκουαδόρ και ο άλλος από το Μαρόκο∙ μόνο αυτός από το Εκουαδόρ θα χορηγηθεί πίστωση από μια δεδομένη τράπεζα, πολύ απλά γιατί, σύμφωνα με στατιστικές, η πλειοψηφία των Μαροκινών επιθυμούν να γυρίσουν στη χώρα καταγωγής τους, ενώ οι άνθρωποι από το Εκουαδόρ τείνουν να παραμένουν στην Ισπανία. Η κατάσταση μπορεί να είναι η ίδια όταν οι μετανάστες συγκρίνονται με Ισπανούς. Είναι επίσης πιθανό τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να προτείνουν δυσμενείς όρους στους μετανάστες με την αιτιολόγηση ότι οι μετανάστες είναι πελάτες που ενέχουν ρίσκο.

Κατά τη διάρκεια των εργαστηρίων του προγράμματος, παρατηρήσαμε ότι πολλοί μετανάστες πιστεύουν ότι, ακόμα και στην περίπτωση που ισχύουν τα ίδια κριτήρια για τη χορήγηση δανείων σε γηγενείς και μετανάστες, οι τελευταίοι θα υποστούν παρόλα αυτά διάκριση εξαιτίας των πολιτισμικών τους χαρακτηριστικών.

Μία πιθανή λύση στο παραπάνω πρόβλημα είναι η μικρο-πίστωση. Ωστόσο, στην Ισπανία, οι μικρο-πιστώσεις δεν προσφέρονται από τα ίδια τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Πολλά ιδρύματα έχουν Προγράμματα Κοινωνικής Παρέμβασης στα οποία μεταβιβάζουν ένα μέρος των κερδών τους, με σκοπό να στηρίξουν διάφορα προγράμματα κοινωνικής ενσωμάτωσης. Μέσα από τέτοιες δραστηριότητες, παρόλο που δεν προορίζονται ειδικά για τους μετανάστες, κάποια ιδρύματα προσφέρουν μικρο-πιστώσεις σε μικρούς και πολύ μικρούς επιχειρηματίες και σε άλλες κατηγορίες όπως σε γυναίκες, σε κοινωνικά αποκλεισμένους ανθρώπους, σε τσιγγάνους κτλ.

Υπό αυτήν την έννοια, ένας αντιπρόσωπος της Caja Navarra δήλωσε ότι «οι μικρο-πιστώσεις θεωρούνται ως ‘χάσιμο’, υπό την έννοια ότι αν οι επωφελούμενοι δεν πληρώσουν, δεν είναι υποχρεωμένοι να το κάνουν. Η υπηρεσία είναι μέρος του Προγράμματος Κοινωνικής Παρέμβασης. Οι υποψήφιοι δεν επιλέγονται άμεσα, αλλά μέσω μεγάλων μη κυβερνητικών οργανώσεων και εργατικών συνδικάτων και το μέγιστο ποσό που χορηγείται είναι 3.000 ευρώ».

Οι οργανώσεις που έχουν μεσολαβήσει σε αυτά τα προγράμματα μικρο-πίστωσης περιλαμβάνουν την VOMADE (Εθελοντισμός Δομινικανών Μητέρων), το MPDL (Κίνηση για την Ειρήνη, τον Αφοπλισμό και την Ελευθερία), τις CC.OO. (Επιτροπές Εργατών) ή την UGT (Γενική Ένωση Εργατών). Παρέχουν στήριξη και διαμεσολάβηση μεταξύ των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρηματιών, υπό την παρουσίαση ενός συμπαγούς και υλοποιήσιμου προγράμματος. Μία άλλη οργάνωση – η CEAR (Ισπανική Συνομοσπονδία Αρωγής στους Μετανάστες) – εστιάζει στην αυτό-απασχόληση, στη διαχειριστική βοήθεια, την εκπαιδευτική και χρηματοοικονομική στήριξη στους επιχειρηματίες μέσω συνεισφορών από δημόσιες υπηρεσίες και οργανισμούς.

Αυτή η λειτουργία στήριξης υπερβαίνει ένα από τα μεγάλα προβλήματα στη σχέση μεταξύ των μεταναστών και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων: την έλλειψη εμπιστοσύνης. Ένας από τους συμμετέχοντες στις συναντήσεις δήλωσε ότι «υπάρχει ένα πρόβλημα έλλειψης εμπιστοσύνης από την πλευρά των μεταναστών προς τις τράπεζες. Συνήθως, δεν αντιλαμβάνονται ότι είναι πελάτες και έχουν δυσκολίες στις διαπραγματεύσεις. Έχουμε βρει κάποιες οι οποίες εκμεταλλεύονται την αθωότητα των μεταναστών». Ως σημείο εκκίνησης, οι μετανάστες διακρίνονται από σημαντική έλλειψη εμπιστοσύνης στο χρηματοοικονομικό σύστημα γιατί, σε πολλές περιπτώσεις, έχουν υπάρξει θύματα απάτης και μη-πληρωμών στις χώρες καταγωγής τους. Αν προσθέσουμε αυτό στην έλλειψη γνώσης της γλώσσας της χώρας και της ειδικής χρηματοοικονομικής ορολογίας, η στάση τους απέναντι στις τράπεζες είναι σε πολλές περιπτώσεις αυτή του θύματος παρά του πελάτη.

Πολλοί από τους ανθρώπους που συμμετείχαν σε αυτήν την έρευνα υπέδειξαν ότι μια πολιτική θετικών διακρίσεων θα έπρεπε να υιοθετηθεί προκειμένου να αλλάξει η κατάσταση σε σχέση με την πρόσβαση σε τραπεζικές υπηρεσίες και πίστωση. Ένας συμμετέχων είπε: «Οι μετανάστες αποτελούν έναν στρατηγικό τομέα και υπάρχουν τρεις λόγοι γιατί θα έπρεπε να έχουν μια σειρά μέτρων θετικών διακρίσεων: το υψηλό επίπεδο αποπληρωμής των δανείων που έχουν λάβει, το γεγονός ότι κατέχουν στρατηγική θέση στην αφορά και, τέλος, ανθρωπιστικοί λόγοι».

Τέλος, πρέπει να προσθέσουμε ότι το κύριο πρόβλημα που αντιμετωπίσαμε στην υλοποίηση αυτού του προγράμματος ήταν η ανεπαρκής συμμετοχή και συνεργασία από την πλευρά τόσο της δημόσιας διοίκησης, όσο και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Αναφορικά με τη δημόσια διοίκηση, δεν μπορέσαμε να βρούμε κανέναν ειδικό συνομιλητή σε αυτά τα θέματα, ούτε στο επίπεδο της κρατικής διοίκησης ούτε στο επίπεδο των διαφορετικών αυτόνομων περιοχών.

Με τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, το κύριο πρόβλημα ήταν ο εντοπισμός του σωστού προσώπου, το οποίο, στο πλαίσιο των ισχυρών ιεραρχικών τους δομών, θα είχε την αρμοδιότητα και την πληρεξουσιότητα να μιλήσει για αυτά τα ζητήματα. Ένα δεύτερο πρόβλημα ήταν σχετικά με τη διασφάλιση μιας συνάντησης, δεδομένου ότι το ημερήσιο τους πρόγραμμα φαινόταν να είναι υπερφορτωμένο από άλλα ζητήματα. Μια τρίτη και τελευταία δυσκολία ήταν η οικονομική και χρηματοοικονομική κρίση η οποία κατέστησε την πρόσβαση σε αυτούς τους συνομιλητές πιο δύσκολη.

  1. 7.    Παραδείγματα καλών πρακτικών

Η διακρατική ομάδα εργασίας του προγράμματος συμφώνησε σε ένα κοινό σύνολο κριτηρίων που θα λαμβάνονταν υπόψη στον εντοπισμό καλών πρακτικών, τα οποία είναι τα παρακάτω:

  1. 1.    Τα πολιτικά μέτρα ή η πρακτική πρωτοβουλία πρέπει να είναι αποτελεσματικά και να έχουν θετικό αντίκτυπο στην υπό εξέταση περίπτωση
  2. 2.    Να προωθούν και/ή να στηρίζουν την ίση μεταχείριση
  3. 3.    Να προνοούν και να αξιολογούνται εξωτερικά
  4. 4.    Να είναι εύκολα μεταβιβάσιμα
  5. 5.    Να προνοούν για συνεχή επισκόπηση και εκτίμηση κατά τη διάρκεια της φάσης της εφαρμογής και να διασφαλίζουν ενεργά τη συμμετοχή των επωφελούμενων στις φάσεις της οργάνωσης, του σχεδιασμού και της υλοποίησης.

Η αναγνώριση καλών πρακτικών που προωθούνται από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τοπικές αρχές και οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών αποτελεί δύσκολο καθήκον, κυρίως γιατί είναι πολύ δύσκολο να προσδιοριστούν και/ή να μετρηθούν κάποια από τα κριτήρια που ορίστηκαν παραπάνω, απουσία μιας εξωτερικής αξιολόγησης. Οι μόνες διαθέσιμες αξιολογήσεις γίνονται από τους ίδιους παράγοντες που σχεδίασαν και υλοποίησαν τη δράση. Εν τούτοις, παρακάτω είναι κάποιες πρακτικές οι οποίες μπορούν να συνεισφέρουν σημαντικά ως προς την υπέρβαση των δυσκολιών που πολλοί μετανάστες αντιμετωπίζουν στην αναζήτηση χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

Κύπρος

Στην πραγματικότητα, δεν εντοπίστηκαν καλές πρακτικές οι οποίες να ανταποκρίνονται στα κριτήρια που υπογραμμίστηκαν παραπάνω και που ορίστηκαν στα πλαίσια της διακρατικής συνεργασίας του προγράμματος INVIP. Πράγματι, η έρευνα έχει δείξει ότι οι περισσότερες πρακτικές δεν ανταποκρίνονται ούτε σε κάποια από τα κριτήρια. Δεδομένου ότι δεν σχεδιάζονται ειδικές υπηρεσίες που να απευθύνονται σε οικονομικούς μετανάστες, οι παρακάτω πρακτικές έχουν αναγνωριστεί είτε ως έχουσες τη δυνατότητα να αναπτυχθούν σε καλές πρακτικές είτε απλά ως ικανές να εξυπηρετούν κάποιες από τις ανάγκες των μεταναστών:

  • o Μία πρωτοβουλία συζητιέται αυτήν τη στιγμή ανάμεσα στις ποντιακές ενώσεις στην Κύπρο, οι οποίες βρίσκονται σε διαβούλευση με κυβερνητικούς αξιωματούχους και νομαρχιακά συμβούλια για το σχεδιασμό ενός χρηματοοικονομικού πακέτου το οποίο η κυβέρνηση θα προσφέρει στις τράπεζες με εγγυήσεις, έτσι ώστε οι Πόντιοι οι οποίοι διαμένουν στην Κύπρο να μπορούν να αποκτήσουν στεγαστικά δάνεια, καθώς και δάνεια για την έναρξη μικρών επιχειρήσεων. Η πρωτοβουλία παραμένει στο στάδιο της ανάπτυξης και θα χρησιμοποιηθεί το μοντέλο που χρησιμοποιείται στην Ελλάδα για τον ίδιο σκοπό. Όταν τελικά υιοθετηθεί, αυτή η πρωτοβουλία θα επιτρέψει τη μεγάλη κοινότητα των Ποντίων να ξεφύγουν από την γκετοποίηση και να αναπτύξουν επιχειρηματικότητα/να εφαρμόσουν τις ικανότητές τους αντί να υπο-απασχολούνται σε χαμηλά ειδικευόμενες και χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
  • o Οι διεθνείς εταιρείες που παρέχουν υπηρεσίες πληρωμής, όπως η Western Union και η Moneygram, των οποίων η πελατεία αποτελείται κυρίως από μετανάστες, κάνουν μια συνειδητή προσπάθεια να προσελκύσουν μετανάστες πελάτες και να τροποποιήσουν τα προϊόντα τους έτσι ώστε να ανταποκρίνονται στις ανάγκες τους. Ιδιαίτερα, προωθούν τα προϊόντα τους σε μέρη όπου συχνάζουν μετανάστες (δημοτικά πάρκα, εκκλησιαστικές λειτουργίες τις Κυριακές κτλ). Έχουν ευέλικτα ωράρια εργασίας και εκείνα τα υποκαταστήματα που βρίσκονται σε περιοχές όπου συχνάζουν μετανάστες είναι ανοιχτά επίσης τις Κυριακές και τις αργίες. Επιπλέον, έχουν αναπτύξει ένα αποτελεσματικό σύστημα προσφορών μέσω του (α) να προσφέρουν φτηνότερες τιμές για τη μεταφορά χρημάτων στις χώρες καταγωγής των μεταναστών· (β) να χρησιμοποιούν μετανάστες ως “προωθητές”, των οποίων ο ρόλος είναι να παρέχουν πληροφορίες σε δυνητικούς πελάτες προκειμένου να επεκτείνουν τον επιχειρησιακό τους κύκλο. Φυλλάδια με πληροφορίες σχετικές με τα προϊόντα τους τυπώνονται στα αγγλικά, τα κινέζικα και σε διάφορες ασιατικές γλώσσες. Αποτελεί ενδιαφέρον το ότι δεν υπάρχουν έντυπα σε ευρωπαϊκές γλώσσες εκτός από την αγγλική.
  • o Μία πρακτική που ακολουθείται από όλες σχεδόν τις τράπεζες είναι ότι οι δηλώσεις των λογαριασμών και τα περισσότερα τραπεζικά προϊόντα είναι διαθέσιμα στα αγγλικά, γεγονός που οφείλεται μάλλον περισσότερο στην παράδοση της Κύπρου ως ένα διεθνές τραπεζικό κέντρο παρά σε οποιαδήποτε πρόθεση να εξυπηρετήσουν την κοινότητα των μεταναστών. Επιπλέον, όλο το τραπεζικό προσωπικό γνωρίζει πολύ καλά αγγλικά και είναι καλά εκπαιδευμένο· πολλοί μετανάστες που πήραν μέρος σε συνέντευξη δήλωσαν ότι είχαν ευγενική μεταχείριση από τους τραπεζικούς υπαλλήλους.

 

 

 

Ελλάδα

Είναι αρκετά δύσκολο να εντοπιστούν στο ελληνικό πλαίσιο πρακτικές/πρωτοβουλίες με τα χαρακτηριστικά που περιγράφηκαν παραπάνω σε σχέση με τον τομέα που εξετάζουμε. Παρόλα αυτά, και παρά τα προβλήματα που περιγράφηκαν σε αυτήν την έρευνα, κάποια βήματα έχουν γίνει από διάφορους εμπλεκόμενους φορείς προς την ενίσχυση της πρόσβασης των μεταναστών στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες.

Το πιο εμφανές και πολλά υποσχόμενο είναι η πρόσληψη εργαζομένων με μεταναστευτικό υπόβαθρο σε κάποιες ιδιωτικές τράπεζες. Τονίζουμε ότι αυτή η καλή πρακτική ακολουθείται μόνο από ιδιωτικά ιδρύματα, καθώς στα δημόσια η πρόσληψη υπηκόων τρίτων χωρών δεν επιτρέπεται από το νόμο. Είναι ενδεικτικό από αυτήν την άποψη ότι ένα στέλεχος των Ελληνικών Ταχυδρομείων που μετείχε σε δύο εθνικά εργαστήρια ενθάρρυνε τις μεταναστευτικές κοινότητες να πληροφορήσουν νέους φοιτητές μετανάστες ότι μπορούν να κάνουν τουλάχιστον την πρακτική τους στα Ελληνικά Ταχυδρομεία· με αυτόν τον τρόπο, οι μετανάστες φοιτητές θα έχουν την ευκαιρία να αποκτήσουν εργασιακή εμπειρία, ενώ τα Ελληνικά Ταχυδρομεία θα έχουν τη δυνατότητα να κερδίσουν έδαφος σε ένα μάλλον υποσχόμενο μερίδιο αγοράς.

Τουλάχιστον δύο από τις τράπεζες από τις οποίες πήραμε συνέντευξη για αυτήν την έρευνα έχουν ακολουθήσει αυτήν την πρακτική και, σύμφωνα με τους εκπροσώπους τους, δεδομένων των οικονομικών αποτελεσμάτων για τις τράπεζές τους, είναι πρόθυμοι να τη συνεχίσουν και να την ενισχύσουν. Η Τράπεζα Πειραιώς έχει ήδη διάφορα υποκαταστήματα στην Αθήνα και ένα στη Θεσσαλονίκη όπου υπάλληλοι μπορούν να εξυπηρετήσουν μετανάστες σε ένα συνδυασμό οκτώ γλωσσών, σύμφωνα με τον πληθυσμό της περιοχής. Οι διαθέσιμες γλώσσες περιλαμβάνουν τα: αλβανικά, ουκρανικά, βουλγαρικά, ρουμάνικα, ρωσικά, αιγυπτιακά, φιλιππινέζικα και κινέζικα. Η άλλη τράπεζα που έχει υιοθετήσει παρόμοια μέτρα πολιτικής και πρακτικής (αν και σε μικρότερη έκταση από ό,τι η προηγούμενη -πρέπει να ειπωθεί εξάλλου ότι πρόκειται για μικρότερη τράπεζα) είναι η Τράπεζα Millennium, η οποία έχει προσλάβει δύο Αλβανούς εργαζόμενους σε υποκαταστήματα που βρίσκονται σε περιοχές όπου ζούνε πολλοί Αλβανοί μετανάστες.

Μία άλλη καλή πρακτική η οποία βοηθά τους μετανάστες να ξεπεράσουν την έλλειψη πληροφόρησης και τα γλωσσικά εμπόδια είναι η δημοσιοποίηση πληροφοριακού υλικού και ακόμα και διαφημίσεων σε γλώσσες μεταναστών. Έχουμε ήδη αναφέρει την εισαγωγή της αλβανικής γλώσσας στα μηχανήματα ATM διαφόρων τραπεζών. Επιπρόσθετα, πληροφοριακό υλικό υπάρχει και σε άλλες γλώσσες, ιδιαίτερα σχετικά με προϊόντα που απευθύνονται σε μετανάστες (αποστολές εμβασμάτων και τραπεζικοί λογαριασμοί + υπηρεσίες αποστολής εμβασμάτων). Εξάλλου, οι αποστολές εμβασμάτων αποτελούν μία ιδιαίτερη αγορά η οποία προσελκύει όλο και περισσότερο τις τράπεζες. Αυτή η έλξη οδηγεί σε ειδικά προϊόντα χωρίς προμήθεια (τα Ελληνικά Ταχυδρομεία έχουν αρχίσει μία μεγάλη καμπάνια σε διαφορετικές γλώσσες) ή με πολύ μικρή προμήθεια (η Τράπεζα Millennium χρεώνει μόνο 5€ για μεταφορές μέχρι και χίλια ευρώ, ή η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας που προσφέρει το λογαριασμό “Family Fast”, ο οποίος απευθύνεται ειδικά σε μετανάστες και μέσω του οποίου μπορούν να γίνουν μεταφορές χρημάτων από ένα ATM με κόστος 10€).

Τέλος, επιθυμούμε να αναφέρουμε ότι στην έρευνά μας εντοπίσαμε κάποιες πρακτικές τις οποίες θα προτιμούσαμε να ορίσουμε περισσότερο ως “μη κακές πρακτικές” παρά “καλές πρακτικές”. Αληθεύει ότι, τουλάχιστον στο επίπεδο διακηρύξεων και επίσημων θέσεων, δεν έχουν εντοπιστεί ξεκάθαρα στοιχεία για διακρίσεις βάσει της εθνικότητας. Από τη μία πλευρά, στην περίπτωση των τραπεζών, όλοι αυτοί που έδωσαν συνέντευξη διαβεβαίωσαν ότι οι μετανάστες θεωρούνται ως μια πολλά υποσχόμενη, προσοδοφόρα και αξιόπιστη ομάδα στόχος· συνεπώς, η διάκριση εναντίον τους θα ήταν πρακτικά ενάντια στο συμφέρον της τράπεζας.

Από την άλλη πλευρά, στην περίπτωση των δημόσιων ιδρυμάτων, η επίσημη θέση είναι η αρχή για ίσα δικαιώματα για όλους ανεξαρτήτως εθνικότητας. Εκπρόσωποι από τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας, για παράδειγμα, επιβεβαίωσαν κατηγορηματικά ότι τα δάνεια και ακόμα και τα σπίτια που προσφέρονται από τον οργανισμό είναι για όλους τους εργαζόμενους, είτε Έλληνες είτε αλλοδαπούς.

Ιταλία

Οι συνεντεύξεις επιβεβαιώνουν ότι η έλλειψη γνώσης της εθνικής γλώσσας είναι ένα από τα κύρια προβλήματα στις σχέσεις μεταξύ των τραπεζών και των μεταναστών πελατών. Αυτά τα προβλήματα είναι μεγαλύτερα για τους πρόσφατα αφιχθέντες και οι περισσότερες τράπεζες δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη για το πρόβλημα επικοινωνίας με τους μετανάστες πελάτες, υποτιμώντας τη σημασία τους και παίρνοντας συχνά μια βολική θέση ισχυρίζονται ότι “με τον καιρό και με μια καλύτερη κοινωνική ένταξη, το πρόβλημα θα εξαφανιστεί”. Για πολλές τράπεζες, τα υποστηρικτικά γλωσσικά μέτρα περιορίζονται στη μετάφραση σε κάποιες διαδεδομένες μεταξύ των μεταναστών γλώσσες, των πληροφοριακών φυλλαδίων που παράγουν για το ευρύ ντόπιο κοινό. Η διαθεσιμότητα του μεταφρασμένου πληροφοριακού υλικού αυτού του τύπου δεν φαίνεται να είναι επαρκής στο να μειώσει πραγματικά το κενό επικοινωνίας.

Ένας μικρός αριθμός τραπεζών έχει λάβει κάποια καινοτόμα μέτρα για να διευκολύνει την επικοινωνία με τους μετανάστες πελάτες. Αυτά περιλαμβάνουν ειδικά υποκαταστήματα, με προσωπικό που έχει μεταναστευτικό υπόβαθρο και ποικίλες πολύγλωσσες πληροφοριακές υπηρεσίες στήριξης (η Intesa San Paolo, η Banca Sella και πρόσφατα η Unicredi)· τηλεφωνική υπηρεσία διερμηνείας, βοήθεια μέσω βίντεο σε διαφορετικές γλώσσες, προσωπικό που ομιλεί την μητρική κτλ. (η Banca Popolare di Milano, η Banca Popolare Emilia Romagna, η Intesa San Paolo). Άλλες, όπως η Banco Popolare di Verona e Novara έχουν παρόμοια προγράμματα που αυτήν τη στιγμή βρίσκονται στο στάδιο του σχεδιασμού.

Η ίδια Banco Popolare di Verona e Novara έχει, εν τω μεταξύ, προσλάβει έναν τηλεφωνητή από τη Σρι Λάνκα σε ένα υποκατάστημα όπου περισσότερο από το 80% των 500 λογαριασμών της ανήκει σε μετανάστες από τη Σρι Λάνκα. Η ‘Agenzia Tu’ της τράπεζας Unicredit και τα ‘Πολυ-εθνοτικά σημεία’ της IntesaSan Paolo, απασχολούν πολυ-εθνοτικό και πολύγλωσσο προσωπικό που αποτελείται από Ιταλούς και μετανάστες. Η Banca Popolare di Lodi, η οποία έχει έναν σημαντικό αριθμό πελατών από το Εκουαδόρ, έχει προσλάβει έναν υπάλληλο εθνικότητας από το Εκουαδόρ και το τραπεζικό στέλεχος που έδωσε συνέντευξη είπε πως ο υπάλληλος από το Εκουαδόρ έχει παίξει έναν ουσιαστικό ρόλο στο να φέρει εις πέρας στοχευμένες επικοινωνιακές καμπάνιες.

Αυτός ο τύπος πολιτικής έχει έναν διττό θετικό αντίκτυπο και δεν διευκολύνει απλώς την πρόσβαση των μεταναστών σε τραπεζικές υπηρεσίες, αλλά συνεισφέρει και στη δημιουργία μιας διαφορετικής δημόσιας εικόνας των μεταναστών με να τους προσλαμβάνει σε θέσεις ευθύνης και υψηλής ορατότητας.

Δεδομένης της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που τα τοπικά τραπεζικά υποκαταστήματα και τα μεμονωμένα τραπεζικά στελέχη έχουν στην εκτίμηση του προφίλ του ρίσκου των πελατών και τις σχετικές εγγυήσεις που ζητούνται από τους ίδιους, η προσωπική στάση των μεμονωμένων τραπεζικών στελεχών (τάση να ακούνε ανοιχτά, να έχουν ανοιχτό μυαλό, παρουσία/απουσία προκατάληψης κτλ) καθίσταται αρκετά σημαντική σε σχέση με την πρόσβαση των μεταναστών σε τραπεζικές υπηρεσίες.

Μία συνέπεια αυτού είναι ότι οι τράπεζες πρέπει να επενδύσουν στην κατάρτιση και την ευαισθητοποίηση των στελεχών τους, που βρίσκονται σε καθημερινή επαφή με αυτό το τμήμα των πελατών. Κάποιες από τις τράπεζες που πήραν μέρος σε συνέντευξη έχουν οργανώσει μαθήματα επικοινωνίας για όλους, καθώς και μαθήματα σε εξειδικευμένα τμήματα που στοχεύουν στο να επεξηγήσουν τα τραπεζικά προϊόντα για τους μετανάστες, καθώς και κοινωνικο-πολιτισμικές πλευρές της μετανάστευσης. Σε μία περίπτωση, το αποτέλεσμα ήταν αύξηση της ζήτησης από τους μετανάστες πελάτες για τραπεζικά προϊόντα που προορίζονται σε μετανάστες.

Η Intesa San Paolo προφέρει σε στελέχη διαφόρων υποκαταστημάτων ένα μάθημα που ονομάζεται “Επικοινωνώντας πολυ-πολιτισμικότητα” με στόχο να προωθήσει μια καλύτερη γνώση της μετανάστευσης και εναλλακτικά να αναπτύξει την ικανότητα διαχείρισης των σχέσεων και της αποτελεσματικής επικοινωνίας ανάμεσα στις κουλτούρες. Άλλες τράπεζες – η Banca Popolare di Lodi, η Unicredit, η Banca Popolare di Etruria, η Monte dei Paschi di Siena, η Banca Sella, η Banca Carime κτλ.- έχουν προσφέρει παρόμοια εκπαιδευτικά μαθήματα σε κομμάτια του προσωπικού τους.

Τόσο τραπεζικοί εκπρόσωποι όσο και μετανάστες έχουν αναφέρει το σημαντικό ρόλο που παίζουν οι θεσμοί στην προώθηση ίσων ευκαιριών στην πρόσβαση σε χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Σε περιοχές όπως η Τοσκάνη, οι τοπικές αρχές υλοποιούν πράγματι έναν αριθμό μέτρων που προορίζονται να διευκολύνουν την πρόσβαση των μεταναστών στην πίστωση και στην ανάπτυξη επιχειρήσεων. Η τοπική κυβέρνηση έχει θέσει σε εφαρμογή ένα καινούργιο πρόγραμμα, το SMOAT (Sistema di Microcredito Orientato e Assistito) [Προσανατολισμένο και επιδοτούμενο μικρο-πιστωτικό σύστημα][50] το οποίο διαχειρίζεται, σε συνεργασία με τοπικές τράπεζες, ένα πλάνο εγγύησης που στοχεύει να διευκολύνει την πρόσβαση των μεταναστών και άλλων ευάλωτων κατηγοριών στην πίστωση. Το πλάνο χρηματοδοτείται με 15.115.000 ευρώ, 66,6% των οποίων έχουν εκχωρηθεί από την Περιφέρεια και το υπόλοιπο 33,3% από τράπεζες. Προσφέρει εγγυήσεις για το 80% του εγκριθέντος δανείου (το οποίο δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ) ή για το 60% αν το ποσό του δανείου είναι υψηλότερο. Το πιο καινοτόμο στοιχείο της πρωτοβουλίας έχει σχέση με τις προσπάθειες της τοπικής κυβέρνησης της Τοσκάνης να ιδρύσει ένα δίκτυο από σχετικά ιδρύματα και ανθρώπινους πόρους, να διευκολύνει την πρόσβαση στην πίστωση και να προωθήσει την τοπική ανάπτυξη. Αυτό το τοπικό δίκτυο περιλαμβάνει 12 τράπεζες, επαγγελματικές ενώσεις και επιχειρηματίες.

Η πρωτοβουλία έχει υπάρξει αρκετά επιτυχής γιατί έχει ωφελήσει επιχειρηματίες οι οποίοι δεν θα μπορούσαν να λάβουν πίστωση από τα “επίσημα” τραπεζικά ιδρύματα, περαιτέρω απόδειξη των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν στην πρόσβαση στην πίστωση εκείνοι των οποίων το προφίλ ρίσκου, σύμφωνα με τα ισχύοντα τραπεζικά δεδομένα, είναι “άσχημο”.

Μία παρόμοια συνεργασία μεταξύ τοπικών αρχών και τραπεζών έχει επιτευχθεί σε άλλα μέρη της χώρας. Στο Μιλάνο, το πρόγραμμα PRIMI (Progetto Imprenditori Immigrati – [Πρόγραμμα Μεταναστών Επιχειρηματιών]) τέθηκε σε εφαρμογή πρόσφατα από την επαρχία του Μιλάνου, από την Fondazione Ethnoland, την Fondazione Lombarda Antiusura και την τράπεζα Intesa San Paolo, για να προωθήσει την πρόσβαση στην πίστωση και να αποτρέψει την προσφυγή σε ανεπίσημη και συχνά παράνομη επιχειρηματική χρηματοδότηση.

Πορτογαλία

Η μικρο-πίστωση ξεκίνησε να αναπτύσσεται στην Πορτογαλία στην αλλαγή του αιώνα. Η Εθνική Ένωση για το Δικαίωμα στην Πίστωση (ANDC), μία μη κερδοσκοπική ένωση, ξεκίνησε τις δραστηριότητές της το 1999, σε μία περίοδο όπου οι τράπεζες δεν προσέφεραν μικρο-πιστωτικές υπηρεσίες καθώς δεν θεωρούνταν επαρκώς επικερδής δραστηριότητα. Ο στόχος της ANDC είναι να εργαστεί ως ένα ίδρυμα διαμεσολάβησης μεταξύ των επωφελουμένων της πίστωσης και των τραπεζών, καθώς συνοδεύει την ανάπτυξη των επιχειρηματικών προγραμμάτων και βοηθά τους μικρο-επιχειρηματίες κατά τη διάρκεια της υλοποίησής τους. Ως έχει, αυτή η οργάνωση ενσωματώνει το κόστος της συναλλαγής για την παραχώρηση της πίστωσης και, πιο σημαντικό, προσφέρει βοήθεια στη σύλληψη του προγράμματος και παραχωρεί μια εγγύηση που αντικαθιστά ικανοποιητικά τις πραγματικές εγγυήσεις που συνήθως ζητούνται για τις επενδυτικές πιστώσεις από τις εμπορικές τράπεζες.

Η μικρο-πίστωση που προωθείται από την ANDC είναι για τους ανθρώπους που συνήθως αποκλείονται από την πρόσβαση στην εμπορική πίστωση, συμπεριλαμβανομένων και των μεταναστών. Η δυσκολία εισαγωγής στην πορτογαλική αγορά εργασίας, και πιο συγκεκριμένα, η μη δυνατότητα να προσφέρουν πραγματικές εγγυήσεις σε ανταπόδοση των πιστωτικών συμβάσεων, καθιστούν τους μετανάστες μία ομάδα στόχου για αυτήν την υπηρεσία, η οποία προωθεί την αυτο-επάρκεια. Ως εκ τούτου, το 2005 οι ιδιαιτερότητες του μεταναστευτικού πληθυσμού οδήγησαν στην έναρξη μιας συνεργασίας μεταξύ της ANDC, της Ιησουΐτικης Υπηρεσίας Προσφύγων (JRS), μία οργάνωση η οποία δουλεύει στενά με τους μετανάστες, και της Caixa Geral de Depósitos (CGD), της Πορτογαλικής Κρατικής Τράπεζας. Η JRS συνοδεύει τη διαδικασία της δημιουργίας και/ή επέκτασης των μικρών επιχειρήσεων, δουλεύοντας ως μεσολαβητής μεταξύ των μεταναστών και των άλλων δύο εταίρων.

Για να επιδιώξει τους σκοπούς της, η ANDC έχει συνάψει πρωτόκολλα όχι μόνο με την CGD, αλλά επίσης και με δύο άλλες μεγάλες τράπεζες, την Banco Espírito Santo (BES) και την Millenium BCP. Σύμφωνα με τους όρους των δανειακών συμβολαίων, το μέγιστο ποσό της πίστωσης που χορηγείται είναι 10.000 ευρώ, διαιρεμένο σε δύο έτη: 7.000 ευρώ είναι το μέγιστο ποσό για το πρώτο έτος, ακολουθούμενο από 3.000 ευρώ τα οποία δίδονται εφόσον δικαιολογούνται. Ανάλογα με την τράπεζα που έχει επιλεγεί, το δάνειο μπορεί να αποπληρωθεί μέσα σε 36 μήνες (CGD και Millenium BCP) ή 28 μήνες (BES). Επίσης, δεν απαιτούνται πραγματικές εγγυήσεις, αν και ο αιτών πρέπει να παρουσιάσει έναν εγγυητή, υπεύθυνο για το 20% του δανειζόμενου κεφαλαίου.

Εργαλείο για την οικονομική και κοινωνική ενσωμάτωση των μεταναστών, η σημασία της μικρο-πίστωσης για αυτόν τον πληθυσμό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι οι αλλοδαποί αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό ποσοστό, το 15%, όλης της πίστωσης που χορηγήθηκε από το 1999 ως το Μάρτιο του 2009, ποσοστό μακράν πάνω από το ποσοστό των αλλοδαπών στον πορτογαλικό πληθυσμό. Επιπλέον, όλες σχεδόν οι πιστώσεις που χορηγήθηκαν σε αλλοδαπούς είναι σε πολίτες που δεν ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι οποίοι ανέρχονται στο 12,5% του συνόλου. Όσο για την αδυναμία εξόφλησης του κεφαλαίου, το ποσοστό είναι μόνο λίγο υψηλότερο από ό,τι στο σύνολο των πιστώσεων που χορηγήθηκαν (7,8% έναντι 7,6%), σύμφωνα με στοιχεία του Απριλίου 2008.

Οι Αφρικανοί, ιδιαίτερα εκείνοι που προέρχονται από πρώην πορτογαλικές αποικίες (Ανγκόλα, Πράσινο Ακρωτήριο, Γουινέα-Μπισσάου, Σάο Τόμε και Πρίνσιπε), είναι σε γενικές γραμμές οι αλλοδαποί που έχουν παρουσιάσει τα περισσότερα προγράμματα (100 από τα 138 σύμφωνα με τα στοιχεία του Μαρτίου 2009). Εν τούτοις, η καταγωγή των αιτούντων έχει γίνει τα τελευταία χρόνια πιο διαφοροποιημένη, συμπεριλαμβάνοντας υπηκόους από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και Βραζιλιάνους, αντιστοιχώντας στα πρόσφατα κύματα μετανάστευσης στην Πορτογαλία. Αναφορικά με το φύλο, υπάρχουν ελαφρώς περισσότερα δάνεια που χορηγούνται στις γυναίκες από ότι στους άνδρες, μία τάση η οποία γίνεται περισσότερο αντιληπτή μεταξύ των Αφρικανών πολιτών (58% έναντι 42%, στοιχεία Μαρτίου 2009). Οι οικονομικές δραστηριότητες που επιδιώκονται από τους αλλοδαπούς δεν είναι ουσιαστικά διαφοροποιημένες από εκείνες των Πορτογάλων πολιτών, με ένα μεγάλο τμήμα των επιχειρήσεων να συγκεντρώνεται στη “χονδρική και λιανική πώληση” (40% τον Απρίλιο του 2009).

Όπως αναφέραμε σε προηγούμενο κεφάλαιο, τα τελευταία χρόνια, λίγες τράπεζες παρουσίασαν χρηματοπιστωτικά προϊόντα, συνοδευόμενα από καμπάνιες διαφήμισης, που απευθύνονταν ειδικά στο μεταναστευτικό πληθυσμό της Πορτογαλίας. Τα πιο σημαντικά, λόγω της ορατότητάς τους και λόγω του ότι οι τράπεζες που τα προώθησαν ήταν οι δύο μεγαλύτερες πορτογαλικές εμπορικές τράπεζες, ήταν τα πακέτα που δημιουργήθηκαν από τη Millenium BCP και την Banco Espírito Santo.

Το 2004 η Millenium BCP δημιούργησε το Conta Passaporte, Διαβατήριο Λογαριασμού[51], που περιγράφηκε από την τράπεζα ως ένας λογαριασμός χαμηλού κόστους. Ο κύριος σκοπός του είναι να ελκύσει νέους πελάτες στην τράπεζα, προσπαθώντας να καταστήσει την Millenium επιλογή ενός μεριδίου με αυξανόμενη δυνατότητα για ανάπτυξη σε μια σχεδόν κορεσμένη αγορά. Οι πελάτες έχουν πρόσβαση σε μονάδες πληρωμής και μεταφοράς χρημάτων στις χώρες καταγωγής τους, ασφαλιστική κάλυψη των αποταμιεύσεών τους, κάλυψη υγείας και προσωπικών ατυχημάτων. Ο λογαριασμός κοστίζει 4 ευρώ το μήνα και περιλαμβάνει τα ακόλουθα προϊόντα: τρεχούμενο λογαριασμό χωρίς προμήθειες και κόστος διατήρησης· εθνική και διεθνή χρεωστική κάρτα χωρίς χρεωστικές υπηρεσίες· προ-πληρωμένη κάρτα (Millenium BCP δωρεάν)· προσωπική ασφάλιση από ατυχήματα, χωρίς κόστος, συμπεριλαμβανομένης και μιας υπηρεσίας για τη μεταφορά της σωρού του κατόχου του λογαριασμού στη χώρα καταγωγής, ως το μέγιστο κόστος των 5.000 ευρώ· δωρεάν πληρωμές στέγασης (επιτρέπει την πληρωμή περιοδικών εξόδων όπως το ηλεκτρικό, το νερό, το αέριο)· και δωρεάν πρόσβαση σε αυτόματα τραπεζικά κανάλια, μέσω τηλεφώνου ή διαδικτύου.

Η  Banco Espirito Santo, με τη σειρά της, δημιούργησε το 2006 την υπηρεσία BES Boas-Vindas [BES Καλώς ήλθατε], η οποία επίσης αποτελείται από ένα πακέτο προϊόντων, τα οποία μπορούν να αποκτηθούν όλα μαζί σε ένα κόστος χαμηλότερο από ό,τι θα στοίχιζαν ξεχωριστά. Το μηνιαίο κόστος είναι 3,75 ευρώ, το οποίο μπορεί να μειωθεί σε 2,5 ευρώ αν ο πελάτης επιλέξει να διαθέτει το μισθό του κατευθείαν στον λογαριασμό, και περιλαμβάνει τις παρακάτω προσφορές: τρεχούμενο λογαριασμό και λογαριασμό ταμιευτηρίου (κινήσεις μεταξύ των λογαριασμών μπορούν να γίνουν μέσω ATM, τηλεφώνου ή του διαδικτύου)· προπληρωμένη κάρτα Familylinks, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο μεταφοράς χρημάτων από την Πορτογαλία στη χώρα καταγωγής του πελάτη. Ο πελάτης στέλνει την κάρτα σε έναν συγγενή στη χώρα καταγωγής ο οποίος, έπειτα από την επιβεβαίωση της παραλαβής της, μπορεί να αποσύρει χρήματα από οποιοδήποτε μηχάνημα ATM όποτε ο κάτοχος του λογαριασμού το χρεώνει στην Πορτογαλία· προσφέρονται ασφάλειες ζωής που καλύπτουν ατυχήματα και θανάτους, και επαναπατρισμό της σωρού· δωρεάν χρεωστική κάρτα για τον πρώτο και δεύτερο κάτοχο του λογαριασμού· πιστωτική κάρτα της οποίας η χορήγηση εξετάζεται ανά ξεχωριστή περίπτωση· δωρεάν εγγραφή στα απευθείας κανάλια BES (τηλέφωνο ή διαδίκτυο) και αυτόματη πληρωμή περιοδικών εξόδων (προαιρετικό). Αντίθετα με τον λογαριασμό Millenium BCP που περιγράφηκε παραπάνω, η υπηρεσία BES είναι διαθέσιμη μόνο στους μη-υπηκόους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός από τους Αμερικανούς και τους Καναδούς.

Λίγο αφότου οι τράπεζες άρχισαν να αναπτύσσουν συγκεκριμένα προϊόντα στοχεύοντας στο μεταναστευτικό πληθυσμό της Πορτογαλίας, έγινε αισθητή η ανάγκη για πληροφόρηση σε γλώσσες άλλες από τα πορτογαλικά. Και η Millennium και η BES το εισήγαγαν τα τελευταία χρόνια με διαφημιστικές καμπάνιες στα μέσα μαζικής επικοινωνίας σε κάποιες από τις πιο αντιπροσωπευτικές γλώσσες που ομιλούνται από τις μεγαλύτερες μεταναστευτικές ομάδες, καθώς και με φυλλάδια και έντυπα (στα ρουμάνικα, τα ρωσικά, τα ουκρανικά και τα αγγλικά). Αυτά ήταν αυστηρώς εργαλεία μάρκετινγκ τα οποία δεν παρείχαν στους μετανάστες πλήρη ενημέρωση και προστασία αναφορικά με τις τραπεζικές τους σχέσεις. Η γλώσσα ήταν ένας αποφασιστικός παράγοντας που διασφάλιζε ότι οι πελάτες είχαν λάβει πλήρη πληροφόρηση σε ό,τι υπέγραφαν και, ως τέτοιος, η πληροφόρηση για τα προϊόντα στη γλώσσα του πελάτη ήταν επιτακτική. Με τον τρόπο αυτό, τα συμβόλαια και άλλα έγγραφα που χρησιμοποιήθηκαν από τις τράπεζες στις σχέσεις τους με τον πελάτη έγιναν επίσης διαθέσιμα σε άλλες γλώσσες από την Millennium και την BES, αλλά επίσης και από την Privat Bank (στα ρωσικά), την Deutsche Bank (στα γερμανικά) και την Barclays Bank (στα αγγλικά).

Υπάρχουν άλλοι τόποι όπου η απομάκρυνση των γλωσσικών εμποδίων μπορούν να επιφέρουν σημαντικές αλλαγές στην πρόσβαση των μεταναστών σε τραπεζικές υπηρεσίες. Η Privat Bank και η BES διαθέτουν ιστοσελίδες σε άλλες γλώσσες εκτός από τα πορτογαλικά. Η ιστοσελίδα της BES διαθέτει μεταφράσεις στις τέσσερις πιο σημαντικές γλώσσες που ομιλούνται από τους μετανάστες στην Πορτογαλία (τα ουκρανικά, τα βραζιλιάνικα, τα ρουμάνικα και τα ρωσικά) και, επίσης, σε άλλες τρεις σημαντικές αλλοδαπές κοινότητες (η αγγλική, η γερμανική και η ισπανική) ενώ και η Privat bank διαθέτει ιστοσελίδες στα ρωσικά. Μία άλλη υπηρεσία διαθέσιμη στην BES είναι η τηλεφωνική υπηρεσία που λειτουργεί ως αργά το απόγευμα και τα Σαββατοκύριακα σε γλώσσες όπως τα ρωσικά, τα ουκρανικά και τα μολδαβικά.

 

Ισπανία

Η τράπεζα Caja de Navarra δημιούργησε το 2007 ένα δίκτυο γραφείων πολλαπλών υπηρεσιών, το οποίο αποκαλείται ‘Δίπλα’ (‘Nearby’), προκειμένου να προσφέρει ειδικά προϊόντα και υπηρεσίες σε νέους κατοίκους. Αυτά τα γραφεία παρέχουν τέτοιες υπηρεσίες όπως διαδίκτυο και τηλεφωνικά κέντρα, μονάδες βιντεο-συνδιάσκεψης, υπηρεσία επαναφόρτισης κινητών τηλεφώνων, διανομή καρτών για διάφορους σκοπούς, ταχυδρομική υπηρεσία, μεταφορά εμβασμάτων, ταξιδιωτική υπηρεσία, ενοικίαση αυτοκινήτου, οργάνωση δρώμενων, διεθνή επισκόπηση τύπου, χρηματοοικονομική υπηρεσία η οποία προσφέρει συμβουλές για τη μίσθωση προϊόντων και υπηρεσιών, μεσολάβηση στη διαπραγμάτευση στεγαστικών δανείων, ασφαλιστικές πολιτικές (επαναπατρισμός, αυτοκίνητα, οικίες) και προσωπικά δάνεια. Ένα από τα πιο σημαντικά αυτών των γραφείων, εκτός του ότι διαθέτουν προσωπικό από διάφορες χώρες καταγωγής των μεταναστών, είναι ότι είναι ανοιχτά από τη Δευτέρα ως την Κυριακή, από τις 10:00π.μ. ως τις 10:00μ.μ., καθώς τα παραδοσιακά ωράρια των τραπεζών δεν βολεύουν πολλούς μετανάστες για λόγους που σχετίζονται με την εργασία τους.

Εκτός από τη δημιουργία των ανωτέρω ειδικών γραφείων, η Caja Navarra έχει επίσης υλοποιήσει πολλά προγράμματα προκειμένου να ικανοποιήσει τις ανάγκες των νεο-αφιχθέντων: σεμινάρια σε συλλόγους αλλοδαπών στη Navarra· συμμετοχή της Caja Navarra σε μια έκθεση που ονομάζεται Feria Integra· υιοθέτηση ενός νέου Στρατηγικού Σχεδίου που υποδεικνύει ότι έχουν προωθήσει την εισαγωγή της πολιτισμικής διαφοροποίησης μεταξύ των νέων εργαζομένων και των πελατών και ειδικών χρηματοπιστωτικών προϊόντων/υπηρεσιών που ανταποκρίνονται στις ανάγκες των μεταναστών ως ομάδα στόχου. Τέτοια προϊόντα/υπηρεσίες περιλαμβάνουν το στεγαστικό δάνειο Nearby– ένα δάνειο που χορηγείται σε ανθρώπους οι οποίοι, εξαιτίας της θέσης τους ως μετανάστες, κάνουν αίτηση για στεγαστικό που υπερβαίνει κατά 80% την τιμή του σπιτιού το οποίο επιθυμούν να αγοράσουν· προσωπικά δάνεια ως και 18.000 ευρώ χωρίς εγγυήσεις και με μια περίοδο χάριτος προτού αρχίσουν την αποπληρωμή, ως και δώδεκα μήνες, έτσι ώστε να διευκολύνεται η αρχή της διαμονής τους στην Ισπανία· και την πιο φτηνή ασφαλιστική πολιτική στην αγορά για επαναπατρισμό, μόνο 15€ το χρόνο χωρίς ηλικιακό όριο.

Χάρη σε αυτά τα μέτρα, η CAN είχε το 2007 σημαντική αύξηση στον αριθμό των πελατών της μεταξύ των ‘νέων κατοίκων’, ως αποτέλεσμα της δημιουργίας δύο ειδικών μονάδων – της περιοχής Νέων Κατοίκων και των γραφείων Nearby – για να εξυπηρετήσουν αυτό το τμήμα του μεταναστευτικού πληθυσμού. Στα τέλη του 2007, η CAN είχε 57.506 πελάτες Νέους Μετανάστες, 8,9 του συνόλου των πελατών της, σημειώνοντας αύξηση της τάξης του 66% συγκριτικά με το 2006.[52]

Το Πρόγραμμα Κοινωνικής Παρέμβασης της La Caixa προσφέρει μια μικρο-πιστωτική υπηρεσία ανοιχτή σε οποιονδήποτε ο οποίος, με το στόχο να αναπτύξει ένα επιχειρηματικό πρόγραμμα αυτο-απασχόλησης, παρουσιάζει δυσκολίες όσον αφορά στην πρόσβαση στην κανονική πίστωση που προσφέρεται από το χρηματοοικονομικό σύστημα, εξαιτίας της έλλειψης εγγυήσεων. Το πρόγραμμα δίνει ιδιαίτερη προσοχή σε ομάδες οι οποίες έχουν υψηλότερο ρίσκο αποκλεισμού, όπως οι μονογονεΐκές οικογένειες, οι μεταναστευτικοί πληθυσμοί, οι άνθρωποι άνω των 45 ετών με χαμηλό εισόδημα, οι ανάπηροι ή οι μακροχρόνια άνεργοι. Προκειμένου να υποστηριχθούν, τα επιλέξιμα προγράμματα πρέπει να έχουν δημιουργηθεί πιο πρόσφατα από έξι μήνες.

Οι μικρο-πιστώσεις δίνονται υπό την εποπτεία μη κυβερνητικών οργανώσεων και άλλων κοινωνικών οργανώσεων που δρουν ως διαμεσολαβητές. Τέτοιες κοινωνικές οργανώσεις έχουν εμπειρία στην παροχή κοινωνικής και οικονομικής βοήθειας για τη δημιουργία μικρο-επιχειρήσεων, την προώθηση της αυτο-απασχόλησης και την ενθάρρυνση της επιχειρηματικότητας.[53]

  1. 8.   Συμπεράσματα και προτάσεις

Κύπρος

Η επισφαλής φύση της παραμονής και εργασίας υπηκόων τρίτων χωρών τούς τοποθετεί σε μειονεκτική θέση έναντι του τραπεζικού συστήματος, το οποίο είναι προσεκτικό ως προς την ασφάλεια και προσανατολισμένο προς το καθεστώς των μεταναστών. Τέτοια είναι η περιθωριοποιημένη θέση των οικονομικών μεταναστών, των οποίων τις ανάγκες οι τράπεζες και οι συνεταιρισμοί τείνουν να περιφρονούν ενώ συχνά αγνοούν εντελώς την παρουσία τους. Παρά το μεγάλο αριθμό μεταναστών στην Κύπρο, αφού ανέρχονται στο 20% του πληθυσμού, ο σχετικός όγκος της συμμετοχής τους στον επιχειρηματικό κύκλο των τραπεζών είναι μηδαμηνός σε σύγκριση με άλλους εταιρικούς πελάτες, ένας σημαντικός αριθμός των οποίων είναι εύποροι υπήκοοι τρίτων χωρών (π.χ. επιχειρηματίες από την πρώην Σοβιετική Ένωση).

Οι μετανάστες που στερούνται νομιμοποιητικών εγγράφων αποκλείονται εντελώς από το τραπεζικό σύστημα, καθώς τους αρνούνται την ευκαιρία ακόμη και να ανοίξουν λογαριασμούς. Αυτός ο αποκλεισμός τούς περιθωριοποιεί ακόμα περισσότερο, εκθέτοντάς τους στον κίνδυνο εκμετάλλευσης από άτομα που τους προσφέρουν παράνομα μη κατοχυρωμένες χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες (δάνεια, μεταφορές χρημάτων και αποταμιεύσεις). Ορισμένες φορές, η άρνηση να εξυπηρετηθούν μετανάστες χωρίς έγγραφα λαμβάνει περαιτέρω ρατσιστικές διαστάσεις, καθώς τραπεζικά στελέχη τους αντιμετωπίζουν στερεοτυπικά ως πιθανούς εγκληματίες, συνδέοντάς τους με ξέπλυμα χρημάτων, εμπορία ναρκωτικών κτλ.

Δεν υπάρχουν ειδικά πακέτα σχεδιασμένα για να ανταποκριθούν στις ανάγκες των μεταναστών, εκτός από τις διεθνείς εταιρείες υπηρεσιών πληρωμών, των οποίων η μοναδική υπηρεσία προς τους μετανάστες είναι η γρήγορη μεταφορά χρημάτων στο εξωτερικό.

Απαιτείται μια θεσμική συνεκτική απάντηση, η οποία να εμπλέκει το κράτος, δημόσιους θεσμούς όπως το σώμα ισότητας, την κεντρική τράπεζα, την κεντρική συνεταιριστική τράπεζα, κοινωνικούς εταίρους και μη κυβερνητικές οργανώσεις προκειμένου να εγκαθιδρυθεί ένα ειδικό καθεστώς το οποίο θα ελέγχει την παροχή τραπεζικών και πιστωτικών υπηρεσιών σε οικονομικούς μετανάστες, ούτως ώστε να μην εναπόκειται πλέον μόνο στις τράπεζες, των οποίων η διαπραγματευτική δύναμη υπερβαίνει κατά πολύ αυτήν της ομάδας στόχου. Υπάρχει ανάγκη πολιτικής παρέμβασης για να μειωθεί το ευρύ περιθώριο ευχέρειας που αυτήν τη στιγμή κατέχουν οι τράπεζες και να απομακρυνθούν όλα τα υποκειμενικά κριτήρια, τα οποία ουσιαστικά βασίζονται σε προκατασκευασμένες ιδέες, στερεοτυπικές εικασίες και φυλετικό φιλτράρισμα.

Το ζήτημα κατά πόσο ένας μετανάστης έχει έγγραφα ή όχι δεν θα έπρεπε να αποτελεί κριτήριο για τη δυνατότητα πρόσβασης στο τραπεζικό σύστημα. Επίσης, οι αιτούντες άσυλο θα έπρεπε να ενσωματώνονται στο τραπεζικό σύστημα με διευκολύνσεις που να εξυπηρετούν τις ειδικές τους ανάγκες. Η προϋπόθεση από τις τράπεζες ότι, προκειμένου για το άνοιγμα λογαριασμών, οι μετανάστες πρέπει να επιδεικνύουν βιβλιάριο αλλοδαπού, βίζα σε ισχύ, επιστολή από τον εργοδότη τους όπου να δηλώνεται ο μηνιαίος μισθός τους είναι υπερβολική και περιττή, ιδιαίτερα όταν οι αιτούντες δεν ζητούν πιστωτικές διευκολύνσεις.

Η πρωτοβουλία των διεθνών εταιρειών υπηρεσιών πληρωμής να τυπώσουν υλικό σε διάφορες γλώσσες, να το διανέμουν σε μέρη όπου συχνάζουν μετανάστες χρησιμοποιώντας εθνοτικά στελέχη-συνδέσμους για το μάρκετινγκ, θα πρέπει να ακολουθηθεί επίσης από τις τράπεζες και τα συνεταιριστικά ιδρύματα. Επίσης, η πρωτοβουλία που αυτήν τη στιγμή βρίσκεται υπό διαμόρφωση αναφορικά με τους Ποντίους, μέσω της οποίας το κράτος θα προσφέρει εχέγγυα στις τράπεζες προκειμένου να τους χορηγούνται δάνεια, θα πρέπει να επεκταθεί και σε άλλες μεταναστευτικές κοινότητες που έχουν μόνιμη παρουσία στην Κύπρο, συμπεριλαμβανομένων των προσφύγων και των αιτούντων άσυλο, των οποίων η αίτηση δεν έχει εξεταστεί μέσα σε διάστημα 12 μηνών από την υποβολή της.

Οι τράπεζες θα πρέπει να αναλάβουν έναν ενεργό ρόλο στην προώθηση της απο-περιθωριοποίησης των οικονομικών μεταναστών σε συνεργασία με την κεντρική κυβέρνηση, τις δημοτικές αρχές, τον Συνήγορο του Πολίτη/σώμα ισότητας κτλ με το να συμμετάσχουν σε προγράμματα ανάπλασης του κέντρου των πόλεων και άλλες πρωτοβουλίες κοινοτικής ανάπτυξης. Επιπλέον, ειδικά και μεμονωμένα πακέτα όπως μέτρα για τη στήριξη της φοίτησης των παιδιών των μεταναστών, την εκπαίδευση και την επαγγελματική κατάρτιση των μεταναστών θα πρέπει να προωθηθούν/χρηματοδοτηθούν από τράπεζες και να υποστηριχθούν από το κράτος.

Ελλάδα

Παρόλο που οι μετανάστες στην Ελλάδα είναι αντιμέτωποι με χρόνια προβλήματα που σχετίζονται με ανεπαρκείς πολιτικές ρυθμίσεις, συνιστούν ένα μάλλον δυναμικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας. Έπειτα από μία μεγάλη περίοδο απροθυμίας και ακόμα και εχθρότητας από μέρος του τοπικού πληθυσμού, είναι ευρέως αναγνωρισμένο στις μέρες μας ότι οι μετανάστες ‘εργάζονται σκληρά, πληρώνονται λιγότερο, αλλά αποταμιεύουν περισσότερο’ από ότι οι Έλληνες[54]. Αυτή η ‘οικονομική ζωντάνια’ δε θα μπορούσε παρά να προσελκύσει την προσοχή των τραπεζών. Τουλάχιστον, μέχρι το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης που έχει καταστήσει τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μάλλον επιφυλακτικά σε περαιτέρω ανοίγματα, οι μετανάστες συνιστούσαν μια πολλά υποσχόμενη ομάδα στόχου.

Ωστόσο, μέχρι τώρα, προϊόντα και υπηρεσίες που απευθύνονται σε μετανάστες παραμένουν βασικές και όχι πολύ εξελιγμένες. Αυτό έχει επίσης να κάνει με την απροθυμία των ίδιων των μεταναστών, οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να ρισκάρουν περισσότερο από το να επενδύσουν σε ένα σπίτι ή σε κάποια στοιχειώδη εμπορικά αγαθά. Συνεπώς, η αγορά παραμένει προσανατολισμένη ιδιαίτερα προς τις αποταμιεύσεις και τις αποστολές εμβασμάτων και, σε έναν μικρότερο βαθμό, σε στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια.

Ακόμα και αν η χρήση των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, η οποία προσφέρεται από ιδιωτικές τράπεζες ή δημόσια ιδρύματα, δείχνει μια αυξητική τάση, περαιτέρω βήματα μπορούν και θα πρέπει να ληφθούν. Προβλήματα όπως η έλλειψη πληροφόρησης, τα γλωσσικά εμπόδια και ιδιαίτερα νομικά εμπόδια, παραμένουν και απαιτούν περαιτέρω θεώρηση. Συγκεκριμένα βήματα έχουν γίνει μέσω κάποιων καλών πρακτικών, ωστόσο, απομένει αυτές οι καλές πρακτικές να ενσωματωθούν στις επικρατούσες πολιτικές.

Υπό αυτήν την έννοια, προτείνονται στους εμπλεκόμενους φορείς τα παρακάτω για περαιτέρω προβληματισμό:

  • Βελτίωση και απλοποίηση των διαδικασιών ανανέωσης των αδειών παραμονής.
  • Ευελιξία και διευκόλυνση, όσο γίνεται το δυνατόν περισσότερο, των νομικών ευκαιριών για την έναρξη επιχειρήσεων από μετανάστες.
  • Ενίσχυση και γενίκευση των υπαρχουσών καλών πρακτικών, ιδιαίτερα αυτών που ενισχύουν την πρόσβαση των μεταναστών σε χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες (πρόσληψη εργαζομένων με μεταναστευτικό υπόβαθρο και άλλοι τρόποι να ξεπεραστούν τα γλωσσικά εμπόδια).
  • Μαζικές εκστρατείες πληροφόρησης που να εμπλέκουν συλλόγους μεταναστών, για να αυξηθεί η γνώση για τις υπάρχουσες χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και δυνατότητες.
  • Ένταξη των οικονομικών και χρηματοπιστωτικών ζητημάτων στις κεντρικές πολιτικές ενσωμάτωσης.
  • Συνεχής δικτύωση μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών μέσω συνεργατικών πρωτοβουλιών με στόχο την ενίσχυση του διαλόγου και της ανταλλαγής απόψεων μεταξύ μεταναστών, τραπεζών και δημόσιων οργανισμών.

 

 

Ιταλία

Τα ευρήματα της έρευνας υποδεικνύουν κάποιες υψηλής προτεραιότητας δράσεις οι οποίες πρέπει να αναληφθούν για να προωθηθεί η χρηματοοικονομική ενσωμάτωση των μεταναστών στα τοπικά πλαίσια όπου ζούνε. Τέτοιες δράσεις περιλαμβάνουν:

  1. Οι τράπεζες πρέπει να επενδύσουν (ιδιαίτερα οι μεγαλύτερες τράπεζες) στην “τραπεζική του καλωσορίσματος” (welcome banking) (ή, σε εστιασμένες στους μετανάστες φιλικές προς το χρήστη) πολιτικές, που στοχεύουν στην βελτίωση της πρόσβασης των μεταναστών στις υπηρεσίες τους και στην παροχή πίστωσης σε μετανάστες επιχειρηματίες, και στην υιοθέτηση μέτρων τα οποία καθιστούν τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες ανοιχτές στους πρόσφατα αφιχθέντες μετανάστες.
  2. Οι τράπεζες πρέπει να καταπολεμήσουν τις έμμεσες διακρίσεις μέσα από: γλωσσικές υπηρεσίες και υπηρεσίες πολιτισμικής διαμεσολάβησης, συμπεριλαμβανομένης και της στρατολόγησης προσωπικού με μεταναστευτικό υπόβαθρο, την μετάφραση των τραπεζικών συμβολαίων και άλλων εγγράφων-κλειδιά σε διάφορες γλώσσες που ομιλούνται από τους μετανάστες, πολύγλωσσα τηλεφωνικά κέντρα τα οποία να προσφέρουν πληροφόρηση που σχετίζεται με υπηρεσίες, οπτικο-ακουστική στήριξη κτλ.
  3. Πρέπει να υιοθετηθούν πιο ευέλικτα ωράρια εργασίας, κατάλληλα για τις ανάγκες των μεταναστών και των εργαζόμενων γενικά.
  4. Να αποτελούν πόρο για τοπική ανάπτυξη, μέσω της ίδρυσης μιας αποτελεσματικής συνεργασίας με σχετικούς θεσμούς για να προωθηθεί η κοινωνικο-οικονομική ενσωμάτωση των μεταναστών.
  5. Να αυξήσουν τη διαφάνεια των τραπεζικών διαδικασιών και να προωθήσουν τη χρηματοοικονομική παιδεία μεταξύ των μεταναστών, καθώς και σε τμήματα του ντόπιου πληθυσμού μέσω, για παράδειγμα, της παροχής κατάρτισης στα πλαίσια επαγγελματικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων που προωθούνται από την τοπική διοίκηση.
  6. Να εκπαιδευτεί όλο το τραπεζικό προσωπικό, ξεκινώντας από εκείνους που βρίσκονται σε άμεση επαφή με τους μετανάστες πελάτες, στις διαπολιτισμικές επικοινωνίες, σε ζητήματα και προσεγγίσεις. Η κατάρτιση θα πρέπει να καταστήσει ικανό το προσωπικό να καταλαβαίνει, να αναγνωρίζει και να καταπολεμά την προκατάληψη, τα στερεότυπα και τις διακρίσεις, προκειμένου να είναι σε θέση να εντοπίζει το κατάλληλο χρηματοοικονομικό προϊόν για τον κάθε πελάτη, ανεξαρτήτως της εθνικής καταγωγής του.
  7. Υιοθέτηση ή ενίσχυση των πολιτικών τοπικής ανάπτυξης που να συντελούν στην χρηματοοικονομική ενσωμάτωση των μεταναστών. Οι δράσεις προτεραιότητας πρέπει να δημιουργούν ευκαιρίες για τακτική, έντιμη εργασία και να καταπολεμούν τις παράνομες και εκμεταλλευτικές μορφές εργασίας. Για να γίνει αυτό, είναι βασικό να ληφθεί υπόψη η ιδιαίτερη θέση των μεταναστών που δεν έχουν νομιμοποιητικά έγγραφα και πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης από πολλούς αδίστακτους εργοδότες, και να διασφαλιστεί ότι κάθε πρόσωπο σε παρόμοια κατάσταση θα έχει πρόσβαση σε νόμιμες διαδικασίες και σε μια λογική εξυπηρέτηση, αποφεύγοντας αποπομπές οι οποίες καταλήγουν να είναι ποινικές και οι οποίες αποθαρρύνουν άλλους μετανάστες που δεν κατέχουν έγγραφα να καταγγέλλουν τους εκμεταλλευτές τους.

Περιφερειακές και άλλες τοπικές αρχές θα πρέπει να εργαστούν με τις τράπεζες και με άλλους ενδιαφερόμενους για να δημιουργήσουν σχήματα πιστωτικών εγγυήσεων προκειμένου να διευρύνουν την πιστωτική αξία των μεταναστών και να διευκολύνουν έτσι την πρόσβαση στην πίστωση. Τα μικρο-πιστωτικά προγράμματα θα πρέπει επίσης να προωθούνται και/ή να στηρίζονται ειδικά σε εκείνα τα τμήματα του πληθυσμού που μπορεί να μην είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις ελάχιστες προϋποθέσεις για ένα δάνειο από μια εμπορική τράπεζα.

Πορτογαλία 

Η δύσκολη οικονομική κατάσταση που αντιμετωπίζουν οι μετανάστες, και η ευάλωτη θέση τους στην αγορά εργασίας είναι πιθανώς τα κύρια εμπόδια σε ότι αφορά την πρόσβασή τους σε τραπεζικές υπηρεσίες. Αυτό γίνεται αντιληπτό με ακόμα ισχυρότερα στοιχεία σε μια περίοδο οικονομικής και χρηματοοικονομικής κρίσης, όπως το 2008 και το 2009, όταν οι τράπεζες έχουν την τάση να έχουν μία περισσότερο συνετή στάση αναφορικά με την εκχώρηση μιας πίστωσης. Στην οικονομικά ευάλωτη και εργασιακά επισφαλή κατάσταση, πρέπει να προσθέσουμε κάποιους παράγοντες που σχετίζονται με την κατάσταση των ίδιων των μεταναστών. Οι μετανάστες συνήθως συνδέονται με μια μεγαλύτερη κινητικότητα και, επομένως, έχουν ένα υψηλότερο ρίσκο να μην ανταποκριθούν στις συμβατικές υποχρεώσεις τους. Επιπλέον, πολλοί από τους αλλοδαπούς που ζούνε στην Πορτογαλία είναι επίσης χωρίς έγγραφα. Η πολιτισμική και γλωσσική απόσταση μπορεί να θέσει περαιτέρω εμπόδια στη σχέση των αλλοδαπών με τις τραπεζικές υπηρεσίες.

Λαμβάνοντας όλα αυτά υπόψη, πιστεύουμε ότι κάποια μέτρα θα μπορούσαν, αν ληφθούν, να βελτιώσουν την πρόσβαση των μεταναστών στις τραπεζικές υπηρεσίες στην Πορτογαλία:

  • Ένα από τα κύρια προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μετανάστες στην Πορτογαλία είναι ο μεγάλος όγκος δικαιολογητικών που απαιτούνται προκειμένου να ανοίξουν ένα λογαριασμό, ως αποτέλεσμα των κανονισμών της Τράπεζας της Πορτογαλίας. Αυτοί οι κανονισμοί υπόκεινται σε κριτική ακόμα και από την πλευρά των τραπεζών, ειδικότερα σε ότι αφορά αυτό που μπορεί να θεωρηθεί ως έγκυρη μέθοδο ταυτοποίησης. Από τη στιγμή που το διαβατήριο θεωρείται γενικά ως μια έγκυρη μέθοδος ταυτοποίησης, η Τράπεζα της Πορτογαλίας θα πρέπει να ξεκαθαρίσει τις απαιτήσεις, λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση των μεταναστών και να δηλώσει κατηγορηματικά ότι τα διαβατήρια θα πρέπει να γίνονται αποδεκτά από τις τράπεζες ως έγκυρα και ισχυρά έγγραφα ταυτοποίησης.
  • Σε ότι αφορά την πίστωση, οι μετανάστες αντιμετωπίζουν πολλές φορές το πρόβλημα της εύρεσης εγγυητή που να είναι αποδεκτός από την τράπεζα, καθώς σε πολλές περιπτώσεις δέχονται μόνο Πορτογάλους εγγυητές. Αυτό μπορεί να συνιστά μεγαλύτερο εμπόδιο από τη στιγμή που τα δίκτυα κοινωνικοποίησης των μεταναστών είναι, σε πολλές περιπτώσεις, εστιασμένα σε ομοεθνείς τους. Η αποδοχή αλλοδαπών εγγυητών από την πλευρά των τραπεζών θα μπορούσε να διευκολύνει την πρόσβαση των μεταναστών στην πίστωση. Η μόνη απαιτούμενη προϋπόθεση θα πρέπει να είναι, επομένως, ο εγγυητής να έχει μια νόμιμη κατοικία στην Πορτογαλία, γιατί διαφορετικά θα ήταν δύσκολο για τις τράπεζες να επιτάξουν την εγγύηση αν χρειαστεί.
  • Μία πορτογαλική τράπεζα, η Banco Popular, καθιέρωσε έναν επίτροπο για να ασχολείται με τους πελάτες ως ανεξάρτητος διαμεσολαβητής, ιδιαίτερα στην επίλυση διαμαχών. Παρ’ όλο που δεν απευθύνεται ειδικά στους μετανάστες, ο επίτροπος μπορεί να σημαντικός στην επίλυση περιπτώσεων διαμάχης λόγω πολιτισμικής ασυνεννοησίας. Και άλλες τράπεζες θα έπρεπε να έχουν επίτροπους.
  • Η Τράπεζα της Πορτογαλίας δημιούργησε, μέσω του Νομοθετικού Διατάγματος 27-C/2000 το σύστημα των Ελάχιστων Τραπεζικών Υπηρεσιών, το οποίο συνίσταται στο άνοιγμα ενός λογαριασμού και τη χορήγηση μιας χρεωστικής κάρτας. Οι πελάτες που επωφελούνται από αυτές τις υπηρεσίες δεν θα πληρώνουν πάνω από το 1% του κατώτατου μισθού ως συνολικό ετήσιο κόστος. Ωστόσο, η ένταξη σε αυτό το σύστημα είναι προαιρετική για τις τράπεζες. Κάνοντάς το μέτρο υποχρεωτικό, θα ευνοηθούν πιθανότατα οι οικονομικά ασθενέστεροι, ανάμεσά τους και οι μετανάστες. Θα ήταν επίσης ενδεδειγμένο να αναγνωριστεί η πρόσβαση στις ελάχιστες τραπεζικές υπηρεσίες ως βασικό δικαίωμα και, συνεπώς, να καταστεί λιγότερο δαπανηρή για τον πελάτη.
  • Πολλοί μετανάστες δεν έχουν πρόσβαση στην πίστωση γιατί δεν είναι σε θέση να βρουν εγγυητή, πράγμα το οποίο πολύ συχνά απαιτείται από τις τράπεζες, ακόμα και για γηγενείς πελάτες. Θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα σύστημα εγγυητών που να προσφέρει στις τράπεζες εγγυήσεις μέσω ενός ταμείου που θα διαχειρίζονταν οι σύλλογοι μεταναστών. Τα κονδύλια μπορούν να προέρχονται είτε από εισφορές των μελών είτε από δημόσιους πόρους.
  • Μία από τις λειτουργίες της Τράπεζας της Πορτογαλίας είναι να επιβλέπει τη συμπεριφορά των πιστωτικών ιδρυμάτων και των χρηματοπιστωτικών εταιρειών, με σκοπό να διασφαλίζει την ορθή ρύθμιση της αγοράς, να εξασφαλίζει την αποτελεσματικότητα κατά την εμπορευματοποίηση των χρηματοπιστωτικών προϊόντων και να προασπίζει τα συμφέροντα των καταναλωτών. Στο πλαίσιο αυτής της αρμοδιότητας, μία από τις τρέχουσες πρακτικές της Τράπεζας της Πορτογαλίας είναι η χρήση ‘φανταστικών πελατών’ προκειμένου να δοκιμάζει τη συμμόρφωση των τραπεζικών ιδρυμάτων με τους ισχύοντες κανόνες.[55] Στην ερώτηση του ερευνητή αν η εθνοτική, εθνική ή φυλετική διάκριση είχε ποτέ δοκιμαστεί με τη χρήση ενός μη πραγματικού πελάτη, η απάντηση ήταν όχι. Το να ληφθεί υπόψη η μεταβλητή «εθνικότητα» σε αυτά τα τεστ θα ήταν ένα σημαντικό βήμα ως προς την εκτίμηση των πιθανών μειονεκτημάτων των μεταναστών στην πρόσβασή τους σε τραπεζικές υπηρεσίες.
  • Η θέσπιση από τις αρμόδιες κρατικές αρχές ενός ανώτατου ορίου της τιμής των επιτοκίων που χρεώνουν οι τράπεζες και άλλα πιστωτικά ιδρύματα, θα ήταν ένα σημαντικό βήμα στην προώθηση της πίστωσης σε εκείνους με χαμηλά εισοδήματα, κατάσταση στην οποία βρίσκονται πολλοί μετανάστες.

Ισπανία

Η προσέλκυση σημαντικών τμημάτων του μεταναστευτικού πληθυσμού ως πελάτες έχει γίνει ένας από τους κύριους στόχους των ισπανικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στην τρέχουσα ποσοστιαία αναλογία των μεταναστών στον ισπανικό πληθυσμό (11,4%), καθώς και στη σημασία τους στην αγορά εργασίας και στο σημαντικό όγκο αποστολής εμβασμάτων στις χώρες καταγωγής τους. Ωστόσο, αυτό το ενδιαφέρον δεν συνοδεύεται πάντα από μέτρα (χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή υπηρεσίες) που να στηρίζουν την οικονομική ενσωμάτωση των μεταναστών.

Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα χαρακτηρίζονται ακόμα από μια αδιαφάνεια αναφορικά με τους όρους των συμβολαίων των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών που προσφέρουν. Αυτή η έλλειψη πληροφόρησης γίνεται περισσότερο αισθητή στην περίπτωση των μεταναστών, των οποίων οι ιδιόμορφες συνθήκες ζωής δεν διευκολύνουν την κατανόηση των συμφωνιών: μικρή γνώση της γλώσσας γενικά και της χρηματοοικονομικής γλώσσας ειδικά, έλλειψη εμπιστοσύνης προς το χρηματοοικονομικό σύστημα, καθώς και οι επισφαλείς εργασιακές τους συνθήκες είναι όλοι παράγοντες που ωθούν προς τη διατήρηση κάποιας απόστασης από τις τράπεζες.

Ένα από τα πρώτα συμπεράσματα αυτής της έρευνας είναι ότι καθώς η παγκόσμια οικονομική κρίση βαθαίνει πολλοί μετανάστες νιώθουν ότι υπάρχει έλλειψη εμπιστοσύνης προς το πρόσωπό τους από το χρηματοπιστωτικό σύστημα και ότι αυτοί υποφέρουν περισσότερο τις συνέπειες της κρίσης. Ένας μεγάλος αριθμός ερωτηθέντων μεταναστών έχουν επίγνωση ότι οι όροι των συμβολαίων που τους προσφέρθηκαν από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είναι χειρότεροι από εκείνους που προσφέρονται στον υπόλοιπο ισπανικό πληθυσμό.

Ένας από τους κανονισμούς της Τράπεζας της Ισπανίας προβλέπει ότι για να ανοίξει κάποιος τραπεζικό λογαριασμό, είναι απαραίτητο να έχει άδεια παραμονής. Ως αποτέλεσμα, ο μεταναστευτικός πληθυσμός χωρίς άδεια παραμονής στη χώρα αντιμετωπίζει σημαντικές δυσκολίες στην απόκτηση μιας κανονικής οικονομικής κατάστασης, κάτι που είναι απαραίτητο σήμερα προκειμένου να έχει νόμιμες οικονομικές και χρηματοπιστωτικές σχέσεις.

Υπό το φως της έρευνας που έγινε, οι παρακάτω προτάσεις μπορούν να διευκολύνουν την ενσωμάτωση των μεταναστών στην ισπανική κοινωνία:

  • Όσον αφόρα την Τράπεζας της Ισπανίας, ρύθμιση των όρων πρόσβασης στις τραπεζικές και στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, προκειμένου να εξασφαλιστεί ίση μεταχείριση για όλους, ανεξαρτήτως εθνικότητας. Για παράδειγμα, αναφορικά με τους όρους των στεγαστικών δανείων, κάποιες τράπεζες και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα χρεώνουν υψηλότερα επιτόκια, όχι μόνο για τους μετανάστες σε σύγκριση με τους Ισπανούς, αλλά και μεταξύ μεταναστών από διαφορετικές χώρες, χρεώνοντας συγκεκριμένες εθνικότητες περισσότερο από ότι άλλες. Αυτή η άνιση μεταχείριση μπορεί και πρέπει να ελεγχθεί αποτελεσματικά στη βάση επίσημων ρυθμίσεων.
  • Βελτίωση της ποιότητας και της διάχυσης πληροφοριών για τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα που απευθύνονται σε μετανάστες. Για την επίτευξη του στόχου αυτού, μπορεί να ληφθεί ένας συνδυασμός μέτρων: παροχή πληροφόρησης στις εθνικές γλώσσες των μεταναστών εκπαίδευση του τραπεζικού προσωπικού σε μια πολύ-πολιτισμική επικοινωνία και ανάπτυξη δεξιοτήτων ώστε να μπορούν να εξυπηρετούν καλύτερα μια εθνικά και εθνοτικά διαφοροποιημένη πελατεία πρόσληψη νόμιμα διαμενόντων μεταναστών και/ή ανθρώπων με μεταναστευτική προέλευση ως τραπεζικών υπαλλήλων, σαν μέτρο προσέγγισης και προώθησης της τραπεζικής ενσωμάτωσης τμημάτων του πληθυσμού που σήμερα βρίσκονται εκτός του τραπεζικού συστήματος τέλος, οι τράπεζες θα πρέπει να παρουσιάζουν τους όρους των συμβολαίων που εφαρμόζονται στις προσφερόμενες υπηρεσίες με λεπτομερή και διαφανή τρόπο, ούτως ώστε να καλλιεργούν καλύτερες σχέσεις με τους πελάτες τους γενικά και τους μετανάστες πελάτες ειδικότερα.
  • Δημιουργία καναλιών επικοινωνίας και ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των κοινοτήτων μεταναστών, προκειμένου να διασφαλιστεί καλύτερη αμοιβαία κατανόηση, αντίληψη των αναγκών και των περιορισμών της κάθε πλευράς και προώθηση μιας βελτιωμένης και βιώσιμης σχέσης μεταξύ των δύο ομάδων.

Σημειώσεις


[2]                        Άτομα ποντιακής καταγωγής ήρθαν στην Κύπρο από την περιοχή του Καυκάσου μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, είτε με ελληνικό διαβατήριο, και σε αυτήν την περίπτωση με ελάχιστες διαδικασίες όντας Ευρωπαίοι πολίτες, είτε ως οικονομικοί μετανάστες από τη Γεωργία και άλλες γειτονικές χώρες. Αυτήν τη στιγμή αποτελούν τη μεγαλύτερη εθνοτική μεταναστευτική κοινότητα στην Κύπρο. Οι οργανώσεις τους ισχυρίζονται ότι ο αριθμός τους ανέρχεται στις  40.000.

[3]                        Διαβουλευτήκαμε με αντιπροσώπους από τους παρακάτω φορείς: το Δήμο Λευκωσίας, την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, την Παγκύπρια Εργατική Ομοσπονδία-ΠEO και την Συνομοσπονδία Εργαζομένων Κύπρου-ΣEK (τα δύο μεγαλύτερα συνδικάτα στη χώρα), τον Επίτροπο Διοικήσεως (Συνήγορο του Πολίτη)/εθνικό φορέα προώθησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης, την Προοδευτικό Σωματείο Ποντίων- ΠΡΟΣΩΠΟ.

[4]                        Αυτές είναι: ο Συνεταιρισμός Στροβόλου, η Τράπεζα Κύπρου, η Λαϊκή Τράπεζα Κύπρου, η Εμπορική Τράπεζα και η εταιρία Moneygram International.

[5]                        Βλέπε μεταξύ άλλων OECD (2005), Migration, Remittances and Development, Paris: OECD· Mansoor, Ali & Bryce Quillin (επιμ.) (2006), Migration and Remittances: Eastern Europe and the Former Soviet Union, Washington DC: The International Bank for Reconstruction and Development/The World Bank – Europe and Central Asia Region· Ghosh, Bimal (2006), Migrants’ Remittances and Development: Myths, Rhetoric and Realities, Geneva – Den Haag: International Organization for Migration – The Hague Process on Refugees and Migration· Jiménez-Martín, Sergi, Natalia Jorgensen & José María Labeaga (2007), The Volume and Geography of Remittances from the EU, Brussels: European Commission· Μάρκου, A. (2006), «Τα εμβάσματα νέες πηγές εσόδων για τις τράπεζες», Το Βήμα.

[6]          http://www.migrant.gr

[7]          http://uaworg.wordpress.com/

[8]                        Γενική Διεύθυνση Μεταναστευτικής Πολιτικής & Κοινωνικής Ένταξης του Υπουργείου Εσωτερικών (http://www.ypes.gr/), Διαμεσολαβητής Τραπεζικών – Επενδυτικών Υπηρεσιών (http://www.bank-omb.gr/), Τράπεζα της Ελλάδας (http://www.bankofgreece.gr/), Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας (http://www.oek.gr/) και Οργανισμός Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού (http://www.oaed.gr/).

[9]                                  Παρουσίαση των προκαταρκτικών ευρημάτων της έκθεσης της ABI/Cespi σχετικά με την πρόσβαση των μεταναστών στις τράπεζες στην Ιταλία, Cittadinanza economica dei Migranti e Microfinanza, José Luis Rhi-Sausi, CeSPI Director.

9                    Osservatorio su Credito al Dettaglio ASSOFIN-CRIF-POMETEIA, Ιούνιος 2005, Νo.18

[10]                      ABI – Associazione Bancaria Italiana (2008), ‘ABI: banche, 1,4 milioni gli immigrati clienti’, Press Release, 29th January 2008.

[11]                               Censis – E-st@t Gruppo Delta, Immigrati e Cittadinanza Economica, Consumi e Accesso al Credito nell’Italia Multietnica.

[12]                         Braghero M., Quelli che ne hanno fatta di strada, University of Florence, SWG, Νοέμβριος 2003.

[13]                      Libanora R., Immigrati e servizi bancari. Risultati di una ricerca condotta a Roma e Milano, in Andreloni L. (ed); Il Social Banking in Italia. Un fenomeno da esplorare, Fondazione Giordano dell’Amore, Giuffrè, Μιλάνο, 2003.

[14]                               Osservatorio su Credito al Dettaglio ASSOFIN-CRIF-POMETEIA, Ιούνιος 2005, no.18

[15]                      Censis – E-st@t Gruppo Delta, Immigrati e Cittadinanza Economica, Consumi e Accesso al Credito nell’Italia Multietnica, op.cit.

[16]                      E. N. Napoletano, A. Quaregna, A. Cavalleri (eds), Il risparmio invisibile – Una ricerca sul rapporto immigrati e banche nella provincia di Biella (2005); R. Lupone, I segmenti marginali nella domanda di servizi finanziari. Il caso degli immigrati nell’area municipale di Roma; Manuele Baghero, Quelli che ne hanno fatta di strada…..November 2003; R. Libanora, ‘Immigrati e servizi bancari. Risultati di una ricerca condotta a Roma e Milano’, in L. Andreloni (ed), Il Social Banking in Italia. Un fenomeno da esplorare, Fondazione Giordano dell’Amore, Giuffrè, Μιλάνο, 2003.

[17]                      Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Γενική Διεύθυνση για την Εργασία, τις Κοινωνικές Υποθέσεις και τις Ίσες ευκαιρίες, την Παροχή Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών και την Πρόληψη του Χρηματοοικονομικού Αποκλεισμού. 2008 Διαθέσιμο στο: http://ec.europa.eu/employment_social/spsi/financial_exclusion_en.htm (13.04.2009).

[18]                      Encuesta Nacional de Estadística (ENI-2007), Instituto Nacional de Estadística, διαθέσιμη στο: http://www.oberaxe.es/files/datos/4890430eee744/eninforme.pdf .

[19]                      Cresencia Cabotaje Motilla v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσο του Υπουργού Εσωτερικών και του Πρώτου Μεταναστευτικού Λειτουργού, Ανώτατο Δικαστήριο Αρ Υπόθεσης  673/2006 (21.01.2008).

[20]                      Καβουνίδη, Τζένη (2004), Έρευνα για την οικονομική και κοινωνική ένταξη των μεταναστών, Αθήνα: Παρατηρητήριο Απασχόλησης/ Ερευνητική-Πληροφοριακή Α.Ε.

[21]                      Χαραλαμπάκης, Μάνος (2006), «Ήρθαν για να μείνουν: 133.000 μετανάστες απόκτησαν τα δικά τους σπίτια στην Ελλάδα», Τα Νέα, 17/04/2006.

[22]                      Κανέλλης, Βασίλης (2008), “Οι μετανάστες σώζουν την αγορά ακινήτων”, Ημερησία, 17-18/05/2008.

[23]                      Αρκεί να σημειωθεί εδώ ότι το προγραμματισμένο διάταγμα εισόδου του 2002 οδήγησε στη νομιμοποίηση περίπου 700.000 ανθρώπων και αυτό του 2006 νομιμοποίησε άλλους περίπου 500.000. Ismu (2008), Tredicesimo rapporto sulle migrazioni 2007 Milano, Franco Angeli, 2008.

[24]                      Caritas/Migrantes, Immigrazione –Dossier statistico 2008.

[25]                      Caritas/Migrantes, Immigrazione –Dossier statistico 2008

[26]                      Datos del Padrón Municipal (01.01.2008), Instituto Nacional de Estadística, διαθέσιμα στο: http://www.ine.es/jaxi/menu.do?type=pcaxis&file=pcaxis&path=t20/e245/p04/a2008

[27]                      Encuesta Nacional de Estadística (ENI-2007), Instituto Nacional de Estadística, διαθέσιμη στο: http://www.oberaxe.es/files/datos/4890430eee744/eninforme.pdf (16.03.2009)

[28]                      Στεργίου, Λεωνίδας (2005), “Οι μετανάστες φέρνουν κέρδη στις τράπεζες”, Καθημερινή.

[29]                      Κανέλλης, Βασίλης (2008), “Οι μετανάστες σώζουν την αγορά ακινήτων”, Ημερησία.

[30]                      Μηχανήματα Αυτόματης Ανάληψης (ATM)

[31]                      Markou, A. (2007), “Migrants constitute a virgin market for the banks: In retail banking and services income from interest and commissions will exceed 150€ millions annually”, To Vima,

[32]                      Μετανάστες ελληνικής εθνοτικής καταγωγής από την πρώην Σοβιετική Ένωση.

[33]                      Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλέπε http://www.oaed.gr/Pages/SN_59.pg.

[34]                      Mazzolis M., Naletto G., Migranti e banche. Facilitare l’accesso dei migranti ai servizi bancari, Lunaria, Roma, 2000.

[35]                      Banca Popolare di Milano (Conto EXTRA’), Banco Ambrosiano Veneto (Conto PEOPLE), Credito Cooperativo di Roma. Πρέπει να σημειωθεί ότι ένα μικρό ποσό των τραπεζών που αποτέλεσαν το δείγμα έχει συμπληρώσει το ερωτηματολόγιο της έρευνας της Lunaria.

[36]                      Nicola Borzi, “Prodotti e servizi finanziari per gli immigrati”, Il Sole 24 ore, 24 April 2006.

[37]                      Napolitano, E.M, ‘Il Welcome Banking non può attendere’, www.etnica.biz, 2 May 2006.

[38]                      Libanora R., ‘Immigrati e servizi bancari. Risultati di una ricerca condotta a Roma e Milano’, in Andreloni L. (ed), Il Social Banking in Italia. Un fenomeno da esplorare, Fondazione Giordano dell’Amore, Giuffrè, Milano, 2003.

[39]                                             Ceschi S., Rhi Sausi J. L. (eds) Banche italiane e clientela immigrata. Rimesse, risparmio e credito: le iniziative in atto e le prospettive di crescita, Roma: CeSPI, Bancaria Editrice, 2004.

[40]                      Testo unico delle leggi in materia bancaria e creditizia, Legislative Decree 1 September 1993, no. 385.

[41]                      Ceschi S., Rhi Sausi J. L. (eds), Banche italiane e clientela immigrata, op.cit.

[42]                               Direzione Regionale Rete Agenzia tu di Unicredit, and interview with BNL distretto Bologna.

[43]                      Επιπρόσθετα, η Unicredit απαιτεί μία τεκμηριωμένη παραμονή διάρκεια 5 ετών στην Ιταλία από τους αλλοδαπούς που κάνουν αίτηση για το 100 τοις εκατό της κάλυψης δανείου έναντι υποθήκης (γραπτές πληροφορίες παρέχονται από τη Direzione Regionale Rete Agenzia tu)

[44]                      Σχόλια που έγιναν κατά τη διάρκεια της εστιασμένης ομάδας που οργανώθηκε από την COSPE στις 16 Νοεμβρίου 2007.

[45]                      Εγχειρίδιο Χρηματοπιστωτικών Προϊόντων για Αλλοδαπούς, το οποίο εκδόθηκε από την Ausbanc (Asociación de Usuarios de Servicios Bancarios – Σύλλογος Χρηστών Τραπεζικών Υπηρεσιών).

[46]                      Baldwin-Edwards, Martin (2002), “Immigration, Racism and Xenophobia in Southern Europe”, in Antigone, Proceedings of National Round Table ‘Combating Discrimination, Racism and Xenophobia: the Transposition of the New EU Directives in National Legislation’, 2nd-3rd December, Athens: National Hellenic research Foundation, p. 73-78, available at: http://www.antigone.gr/RoundTables/2002/ProceedingsNRT2002.pdf.

[47]                      Ν. 3386/2005, Είσοδος, διαμονή και κοινωνική ένταξη υπηκόων τρίτων χωρών στην Ελληνική Επικράτεια, άρθρο 24.

[48]                               Βλέπε επίσης, L’imprenditorialità immigrata: caratteristiche, percorsi, e rapporti con il sistema bancario, Οκτώβριος 2004, σελ.103. οπ.

[49]                      Βλέπε Οδηγία του Συμβουλίου 91/308/EEC της 10ης Ιουνίου 1991 για την πρόληψη της χρήσης του χρηματοοικονομικού συστήματος για σκοπούς ξεπλύματος χρημάτων, και την Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και την τροποποιημένη Οδηγία του Συμβουλίου 2005/60/EC για την πρόληψη της χρήσης του χρηματοοικονομικού συστήματος για σκοπούς ξεπλύματος χρημάτων και των τρομοκρατικών επενδύσεων.

[50]                 Βλέπε www.fabricaethica.it.

[54]                          Γαλανοπούλου, Μαρία (2006), “Δουλεύουν σκληρά, πληρώνονται λιγότερο, αποταμιεύουν περισσότερο”, Αυγή.

[55]                      Η μέθοδος είναι επίσης γνωστή ως ‘έλεγχος κατάστασης’ ή ‘έλεγχος διάκρισης’ και στοχεύει στο να ορίσει εναντίων ποιων ομάδων πραγματοποιείται διάκριση σε κάποιο συγκεκριμένο πλαίσιο.

Category: Events · Tags:

Comments are closed.